Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καμψός

См. также в других словарях:

  • καμψός — καμψός, ή, όν (Α) γαμψός, γυριστός, καμπύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτω, πιθ. κατ αναλογία προς το γαμψός] …   Dictionary of Greek

  • καμψός — crooked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμψόν — καμψός crooked masc acc sg καμψός crooked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • косой — укр. косий, сербохорв. ко̏с, чеш. kosy, польск. kоsу. Сюда же косвенный (см.). Производное от коса II; см. Бернекер 1, 585; Видеман, ВВ 29, 15 и сл. Ошибочны сравнения с др. инд. сāраs дуга , шв., норв. hasp железная скоба , нидерл. hеsре… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… …   Dictionary of Greek

  • φοξός — ή, όν, ΜΑ μυτερός, σουβλερός («αὐτὰρ ὕπερθεν φοξὸς ἔην κεφαλὴν [ὁ Θερσίτης]», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει το επίθημα σός τής καθημερινής γλώσσας (πρβλ. καμψός, λοξός, φριξός). Η σύνδεση με τη λ. φάγρος (Ι)*… …   Dictionary of Greek

  • kam-p- —     kam p     English meaning: to bend     Deutsche Übersetzung: “biegen”     Material: O.Ind. kapanü “worm, caterpillar, inchworm” (*km̥penü), kampate “trembles”, if originally “ writhes, curves “ (doubtful); ablaut. kumpa (uncovered) “ lahm… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»