-
1 δυς-πονής
δυς-πονής, ές, Homer einmal, Odyss. 5, 493 ἵνα μιν παύσειε τάχιστα δυσπονέος καμάτοιο, die durchschwere Arbeitbewirkte Ermüdung, s. s. v. v. πόνος, πονέω, πένομαι. Bei Plutarch. Vit. et poes. Hom. B cap. 207 wird die Stelle Odyss. 5, 493 so angeführt; ἵνα μιν παύσειε τάχιστα δυσπραγέος καμάτοιο, wobei - γέος mit Synizese zu lesen.
-
2 κάματος
κάματος, ὁ (καμεῖν), 1) Mühe, Drangsal, Anstrengung; ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν Od. 7, 325; πολυάϊξ, vom Kriege, Il. 5, 810; die auf Anstrengung folgende Erschöpfung, Entkräftung, wie sie sich in den Gliedern, bes. den Knieen äußert, ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος Il. 4, 230, γούναϑ' ἵκοιτο 13, 711; κάματος δ' ὑπὸ γούνατ' ἐδάμνα 21, 52; καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13, 85; αἴϑρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Od. 14, 318; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος 6, 2; ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἔδοντες 9, 75. – Pind. ὄλβος ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12, 28, ohne Anstrengung; παῦροι ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν N. 10, 79; δυςπενϑής P. 12, 10; νώδυνος N. 8, 50; οὐδέποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι Soph. El. 128, vgl. O. R. 174 O. C. 1234, überall im Chor; εἰς γῆν γόνυ καμάτῳ καϑεῖσαν Eur. I. T. 333; sp. D. Auch in sp. Prosa, πολλοὺς καμάτους ὑπομείνας καὶ τραύματα Luc. Macrob. 22; καμάτοις καὶ φροντίσι τετρυχωμένος Hdn. 1, 3, 1; Krankheit, Poll. 3, 104, neben ἀῤῥωστία; D. Hal. 10, 53 οὔτε τῶν ἰατρῶν ἀρκούντων ἔτι βοηϑεῖν τοῖς καμάτοις. – 2) das mühsam Erarbeitete, das mit Anstrengung Erworbene; ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσιν Od. 14, 417; Hes. Th. 599; das Werk, βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον Aesch. frg. 51; σάνδαλα, ἐρατὸν σκυτοτόμων κάματον Ant. Sid. 21 (VI, 206), vgl. 52 (IX, 58).
-
3 μετα-πνέω
-
4 βλέφαρον
βλέφαρον, τό (βλέπω), 1) Augenlid, gew. im plur., Hom. oft, z. B. Odyss. 2, 398 ἐπεί σφισιν ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν, 20, 54 καί ῥά οἱ ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἔχευεν, 5, 493 ὕπνον ἐπ' ὄμμασι χεῦ', ἵνα μιν παύσειε καμάτοιο, φίλα βλέφαρ' ἀμφικαλύψας, Iliad. 14, 165 τῷ δ' ὕπνον χεύῃ ἐπὶ βλεφάροισιν ἰδὲ φρεσὶ πευκαλίμῃσιν, 17, 438 δάκρυα δέ σφινϑερμὰ κατὰ βλεφάρων χαμάδις ῥέε, Odyss. 23, 33 βλεφάρων δ' ἀπὸ δάκρυονἧκεν; dual. βλεφάροιιν Iliad. 10, 187 Odyss. 17, 490; – βλέφαρα κοιμῶν ὕπνῳ Aesch. Ag. 15; συμβαλεῖν ὕπνῳ Spt. 3; ἄϋπνον βλέφαρον Eur. Or. 302. Seltener in Prosa, Plat. Tim. 45 d. – 2) übertr., das Auge, Hes. Sc. 7, wo aber der Zusatz κυανεάων, den die alten Gramm. als ion. für κυανέων erkl., auf eine Form βλεφάρη hindeutet; βλέφαρα λύειν, die Augen brechen, sterben, Soph. Ant. 1301; die Sonne heißt ἁμέρας βλ. ibd. 104; vgl. Eur. Phoen. 546.
-
5 ἐρωέω
ἐρωέω (verwandt mit ῥέω, ῥώομαι, vgl. Buttm. Lexil. I, 159 ff. u. Spitzner zu Il. 23, 443;, – 1) fließen, strömen, hervorsprudeln, αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί Il. 1, 303 Od. 16, 441. Uebh. von jeder heftigen Bewegung, αἱ δ' (ἵπποι) ἠρώησαν ὀπίσσω, sie liefen dahinter, oder sprangen zurück, Il. 23, 433. Gew. – 2) zurückgehen, zurückweichen, τινός, ablassen von Etwas, πολέμοιο, χάρμης, Il. 13, 776. 14, 101. 17, 422. 19, 170; καμάτοιο H. h. Cer. 302; absolut, νέφος οὔπ οτ' ἐρωεῖ, die Wolke weicht nie, wo man aus dem Vorhergehenden σκοπέλου ergänzen kann, sie verschwindet nie vom Felsen, Od. 12, 75. Dah. ἴϑι νῠν κατὰ λαὸν Ἀχαιῶν μηδέ τ' ἐρώει, laß nicht ab ( τοῠ ἰέναι), d. i. zaudere nicht, säume nicht, Il. 2, 179. Auch c. acc., verlassen, Theocr. 13, 74. 24, 99; Anton. Lib. 7. – 3) trans., zurücktreiben, abhalten, τῷ κε καὶ ἐσσύμενόν περ ἐρωήσαιτ' ἀπὸ νηῶν Il. 13, 57, Schol. ἀποστρέψαιτε; vgl. χεῖρας ἐρωήσουσιν ἀποσχομένω ὑσμίνης Theocr. 22, 174; μέγαν ῥόον Callim. Del. 133; ἐρωήσει τις Ἀχαιοὺς κλαυϑμοῦ ἄδην κορέσασϑαι Qu. Sm. 3, 519. Vgl. das Folgde.
-
6 δυςπονής
δυς-πονής, ές, ἵνα μιν παύσειε τάχιστα δυσπονέος καμάτοιο, die durchschwere Arbeitbewirkte Ermüdung -
7 μεταπνέω
См. также в других словарях:
καμάτοιο — κάματος toil masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek