-
1 ἐπι-μαίομαι
ἐπι-μαίομαι (s. μαίομαι), 1) wonach trachten, Etwas zu erfassen suchen, wonach streben, σκοπέλου ἐπιμαίεο, steuere immer auf die Klippe zu, Od. 12, 220; ἐπιμαίεο νόστου, trachte nach der Heimkehr, 5, 344; δώρων ἐπεμαίετο ϑυμός, nach Schätzen trachtete der Sinn, Il. 10, 401; φυγῆς ἐπεμαίετο Tim. bei Sext. Emp. adv. Phys. 1, 57; Theocr. 23, 57. – Auch mit dem acc., ξίφεος ἐπεμαίετο κώπην, er faßte nach dem Griff des Schwertes, Od. 11, 531; auch ἐπεμαίετο τέχνην, er trachtete nach der Kunst, forschte ihr nach, Hh. Merc. 108; vgl. Bion. 7, 2; sp. D., νόῳ ἐπεμαίεϑ' ἕκαστα Ap. Rh. 3, 816, wie ὀφϑαλμοῖσιν 2, 546. – 2) berühren, betasten, ὀΐων ἐπεμαίετο νῶτα Od. 9, 441, u. nachher τὸν δ' ἐπιμασσάμενος u. öfter; μάστιγι ϑοῶς ἐπεμαίετ' ἄρ' ἵππους, schlug die Rosse mit der Peitsche, Il. 5, 748; vgl. Ἴφικλος δ' ἐπὶ νῶτ' ἐπεμαίετο Hes. bei Ath. XI, 498 b; ἰητὴρ ἐπιμάσσεται ἕλκος, d. i. er wird die Wunde untersuchen, Il. 4, 190; ῥάβδῳ μιν ἐπεμάσσατο, sie berührte ihn mit dem Zauberstabe, Od. 13, 429; ohne Casus, 16, 172. 19, 468; χείρ' ἐπιμασσάμενος, mit der Hand anpackend, 9, 302, wie χείρ' ἐπιμασσάμενος φάρυγος λάβε δεξιτερῆφιν 19, 480; bei Ap. Rh. τὴν ἐπεμάσσατο χειρός, er faßte sie an der Hand, 3, 106, πυκνὰ λαυκανίης ἐπεμάσσατο 4, 18. – Eigenthümlich δολιχὴ δ' ἐπεμαίετο πάντοϑεν, die lange Nacht brach überall herein, Orph. Arg. 119; vgl. φρουραῖς δ' ἀκμήτοις ἐπιμαίεται ἄμμορος ὕπνου ibd. 932.
-
2 ἐρωέω
ἐρωέω (verwandt mit ῥέω, ῥώομαι, vgl. Buttm. Lexil. I, 159 ff. u. Spitzner zu Il. 23, 443;, – 1) fließen, strömen, hervorsprudeln, αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί Il. 1, 303 Od. 16, 441. Uebh. von jeder heftigen Bewegung, αἱ δ' (ἵπποι) ἠρώησαν ὀπίσσω, sie liefen dahinter, oder sprangen zurück, Il. 23, 433. Gew. – 2) zurückgehen, zurückweichen, τινός, ablassen von Etwas, πολέμοιο, χάρμης, Il. 13, 776. 14, 101. 17, 422. 19, 170; καμάτοιο H. h. Cer. 302; absolut, νέφος οὔπ οτ' ἐρωεῖ, die Wolke weicht nie, wo man aus dem Vorhergehenden σκοπέλου ergänzen kann, sie verschwindet nie vom Felsen, Od. 12, 75. Dah. ἴϑι νῠν κατὰ λαὸν Ἀχαιῶν μηδέ τ' ἐρώει, laß nicht ab ( τοῠ ἰέναι), d. i. zaudere nicht, säume nicht, Il. 2, 179. Auch c. acc., verlassen, Theocr. 13, 74. 24, 99; Anton. Lib. 7. – 3) trans., zurücktreiben, abhalten, τῷ κε καὶ ἐσσύμενόν περ ἐρωήσαιτ' ἀπὸ νηῶν Il. 13, 57, Schol. ἀποστρέψαιτε; vgl. χεῖρας ἐρωήσουσιν ἀποσχομένω ὑσμίνης Theocr. 22, 174; μέγαν ῥόον Callim. Del. 133; ἐρωήσει τις Ἀχαιοὺς κλαυϑμοῦ ἄδην κορέσασϑαι Qu. Sm. 3, 519. Vgl. das Folgde.
-
3 ἐπιμαίομαι
ἐπι-μαίομαι, (1) wonach trachten, etwas zu erfassen suchen, wonach streben, σκοπέλου ἐπιμαίεο, steuere immer auf die Klippe zu; ἐπιμαίεο νόστου, trachte nach der Heimkehr; δώρων ἐπεμαίετο ϑυμός, nach Schätzen trachtete der Sinn; mit dem acc., ξίφεος ἐπεμαίετο κώπην, er faßte nach dem Griff des Schwertes; auch ἐπεμαίετο τέχνην, er trachtete nach der Kunst, forschte ihr nach. (2) berühren, betasten; μάστιγι ϑοῶς ἐπεμαίετ' ἄρ' ἵππους, schlug die Rosse mit der Peitsche; ἰητὴρ ἐπιμάσσεται ἕλκος, d. i. er wird die Wunde untersuchen; ῥάβδῳ μιν ἐπεμάσσατο, sie berührte ihn mit dem Zauberstabe; χείρ' ἐπιμασσάμενος, mit der Hand anpackend; τὴν ἐπεμάσσατο χειρός, er faßte sie an der Hand. Eigentümlich δολιχὴ δ' ἐπεμαίετο πάντοϑεν, die lange Nacht brach überall herein
См. также в других словарях:
σκοπέλου — σκόπελον mound neut gen sg σκόπελος lookoutplace masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… … Dictionary of Greek
Peparethos — Gemeinde Skopelos Δήμος Σκοπέλου (Σκόπελος) DEC … Deutsch Wikipedia
Skopelos — Gemeinde Skopelos Δήμος Σκοπέλου (Σκόπελος) … Deutsch Wikipedia
Skópelos — Gemeinde Skopelos Δήμος Σκοπέλου (Σκόπελος) DEC … Deutsch Wikipedia
καλόγηρος — I Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 180 μ.) της Σκοπέλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκοπέλου του νομού Μαγνησίας. II Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 39 μ.) του Ιονίου πελάγους. Βρίσκεται Ν του ακρωτηρίου Τουρκοβούνι και ΒΑ της νησίδας Δρακονέρα … Dictionary of Greek
κλήμα — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Αγνώντας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 8 κάτ.) της Σκοπέλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκοπέλου του νομού Μαγνησίας … Dictionary of Greek
Αθέατο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 26 κάτ.) της Σκοπέλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκοπέλου του νομού Μαγνησίας … Dictionary of Greek
Λουτράκι — I Παράλια πόλη (υψόμ. 51 μ., 11.383 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, στους πρόποδες των Γερανείων ορέων. Αποτελεί έδρα του δήμου Λουτρακίου Περαχώρας. Η περιοχή είναι γνωστή για το ξηρό κλίμα της καθώς και… … Dictionary of Greek
Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… … Dictionary of Greek