-
1 καλοβάμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοβάμων
-
2 καλοβατέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοβατέω
-
3 καλοβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοβάτης
-
4 καλόβιος
κᾰλό-βῐος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλόβιος
-
5 καλοβουλία
κᾰλο-βουλία, ἡ,A = εὐβουλία, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοβουλία
-
6 καλογένειος
κᾰλο-γένειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλογένειος
-
7 καλόγηρος
κᾰλό-γηρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλόγηρος
-
8 καλόγηρυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλόγηρυς
-
9 καλογνώμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλογνώμων
-
10 καλοδιδάσκαλος
κᾰλο-δῐδάσκᾰλος, ὁ,A teacher of virtue, Ep.Tit.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοδιδάσκαλος
-
11 καλοειδής
κᾰλο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοειδής
-
12 καλοέργαστος
κᾰλο-έργαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοέργαστος
-
13 καλοεργέτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοεργέτις
-
14 καλοεργός
κᾰλο-εργός, όν,A well-doing, good, Man.1.256.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοεργός
-
15 καλοετής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοετής
-
16 καλοήθης
κᾰλο-ήθης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοήθης
-
17 καλοθέλεια
κᾰλο-θέλεια, ἡ,A goodwill, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοθέλεια
-
18 καλοθελής
κᾰλο-θελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοθελής
-
19 κάλοθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάλοθριξ
-
20 καλοκάρφωτος
κᾰλο-κάρφωτος, ον,A gloss on εὐγόμφωτος, Sch.Opp.H.1.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοκάρφωτος
См. также в других словарях:
καλο(ε)ξετάζω — καλο(ε)ξετάζω, καλο(ε)ξέτασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: καλο(ε)ξετάζω : σπάνια η παθητική φωνή … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Καλό, Ζακ — (JacquesCallot, Νανσί 1592 – 1635). Γάλλος χαράκτης. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ήταν ακόμα παιδί, εγκατέλειψε τη χώρα του και ακολούθησε ένα καραβάνι τσιγγάνων για να φτάσει στη Ρώμη. Το σίγουρο είναι ότι έζησε στη Ρώμη μεταξύ 1609 και 1611… … Dictionary of Greek
Κάλο, Φρίντα — (Frida Kahlo, 1907 – 1954). Μεξικανή ζωγράφος. Σε ηλικία 18 ετών υπήρξε θύμα τροχαίου δυστυχήματος, το οποίο της δημιούργησε σοβαρότατα προβλήματα υγείας για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή της. Εκείνη την εποχή άρχισε και να ζωγραφίζει. Το 1929… … Dictionary of Greek
Καλό Χωριό — Sp Kalò Chòrijas Ap Καλό Χωριό/Kalo Chorio L Graikija (Kreta) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
καλό(ν) — το βλ. καλός … Dictionary of Greek
Καλό Λιβάδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 10 κάτ.) της Κύθνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κύθνου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Καλό Λιμάνι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 33 κάτ.) της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλλονής του νομού Λέσβου … Dictionary of Greek
Καλό Νερό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 326 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 27 χλμ. Ν της πόλης της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικαίας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 40 μ., 57 κάτ.)… … Dictionary of Greek
Καλό Παιδί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 158 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 33 χλμ. ΒΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας … Dictionary of Greek
Καλό Χωριό — Ονομασία τεσσάρων οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 320 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον… … Dictionary of Greek
Άνω Καλό Νερό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αυλώνα … Dictionary of Greek