-
1 ευβουλία
εὐβουλίᾱ, εὐβουλίαgood counsel: fem nom /voc /acc dualεὐβουλίᾱ, εὐβουλίαgood counsel: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐβουλίαι, εὐβουλίαgood counsel: fem nom /voc plεὐβουλίᾱͅ, εὐβουλίαgood counsel: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εὐβουλία
1 good counsel, wisdomτὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεὶ θάλλει Pae. 2.50
-
3 εὐβουλία
Βλ. λ. ευβουλία -
4 εὐβουλίᾳ
Βλ. λ. ευβουλία -
5 εὐβουλία
εὐβουλ-ία, ἡ,A good counsel, soundness of judgement, prudence, A.Pr. 1035, 1038, S. Ant. 1050, Th.1.78, Isoc.9.46, Arist.EN 1142b6, etc.;περί τινος Pl. Prt. 318e
: pl., αἱ τῶν προγόνων εὐ. Aeschin.2.75.II Pythag. name for three, Theol.Ar.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐβουλία
-
6 ευβουλίας
εὐβουλίᾱς, εὐβουλίαgood counsel: fem acc plεὐβουλίᾱς, εὐβουλίαgood counsel: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 εὐβουλίας
εὐβουλίᾱς, εὐβουλίαgood counsel: fem acc plεὐβουλίᾱς, εὐβουλίαgood counsel: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ευβουλίαι
εὐβουλίαgood counsel: fem nom /voc plεὐβουλίᾱͅ, εὐβουλίαgood counsel: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 εὐβουλίαι
εὐβουλίαgood counsel: fem nom /voc plεὐβουλίᾱͅ, εὐβουλίαgood counsel: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 ευβουλίαν
-
11 εὐβουλίαν
-
12 ευβουλιών
-
13 εὐβουλιῶν
-
14 ευβουλίαις
-
15 εὐβουλίαις
-
16 ευβουλίης
-
17 εὐβουλίης
-
18 αἰδώς
a abs., sense of honourΖεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν O. 13.115
“ εἴ τις ἔχθρα πέλει ὁμογόνοις αἰδῶ καλύψαι” P. 4.146 καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ modesty P. 9.12αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.33
τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ α[ἰδ]οῖ ἐγκείμενον αἰεὶ θάλλει Pae. 2.51
b c. gen., reverence, regard forἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.44
ὄφρα Μηδείας τοκέων ἀφέλοιτ' αἰδῶ respect for her parents P. 4.218 -
19 ἔγκειμαι
ἔγκειμαι met.,1 be devoted to c. dat.τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεὶ θάλλει μαλακαῖς εὐδίαις Pae. 2.52
ἀνδρὸς δ οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι, χρή με λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον (εγκλειμαι Π., corr. G-H.) Παρθ. 2. 37. -
20 εὐδία
1 good weather, met., tranquillity pl., days of calmὁ νικῶν δὲ ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.98
Κάστορος, εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν P. 5.10
ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.38
τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεἰ θάλλει μαλακαῖς ε[ὐ]δίαι[ς Pae. 2.52
τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐβουλία — εὐβουλίᾱ , εὐβουλία good counsel fem nom/voc/acc dual εὐβουλίᾱ , εὐβουλία good counsel fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβουλίᾳ — εὐβουλίαι , εὐβουλία good counsel fem nom/voc pl εὐβουλίᾱͅ , εὐβουλία good counsel fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευβουλία — η (ΑΜ εὐβουλία) [εύβουλος] η ορθή σκέψη, η σύνεση, η ορθοφροσύνη αρχ. (κατά τους πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού τρία … Dictionary of Greek
ευβουλία — η η ορθή σκέψη, η σύνεση, η φρόνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐβουλίας — εὐβουλίᾱς , εὐβουλία good counsel fem acc pl εὐβουλίᾱς , εὐβουλία good counsel fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβουλίαι — εὐβουλία good counsel fem nom/voc pl εὐβουλίᾱͅ , εὐβουλία good counsel fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβουλίαν — εὐβουλίᾱν , εὐβουλία good counsel fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβουλιῶν — εὐβουλία good counsel fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβουλίαις — εὐβουλία good counsel fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβουλίης — εὐβουλία good counsel fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
eubolia — (Del gr. euboulia, prudencia < euboulos, prudente.) ► sustantivo femenino culto Virtud que consiste en hablar con prudencia. * * * eubolia (del gr. «euboulía», buen consejo) f. *Virtud de *hablar bien, incluida entre las pertenecientes a la… … Enciclopedia Universal