-
1 καλοδιδασκαλος
-
2 καλοδιδάσκαλος
καλοδιδάσκαλος, ον (s. καλός, διδάσκαλος, διδάσκω; not found elsewh.) teaching what is good, of elderly women Tit 2:3.—TW.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > καλοδιδάσκαλος
-
3 καλοδιδάσκαλος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καλοδιδάσκαλος
-
4 καλοδιδάσκαλος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καλοδιδάσκαλος
-
5 καλοδιδάσκαλος
учитель добра.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καλοδιδάσκαλος
-
6 καλοδιδάσκαλος
κᾰλο-δῐδάσκᾰλος, ὁ,A teacher of virtue, Ep.Tit.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοδιδάσκαλος
-
7 καλοδιδάσκαλος
καλο-διδάσκαλος, ὁ, ein guter Lehrer -
8 καλοδιδασκάλους
καλοδιδάσκαλοςteacher of virtue: masc acc pl -
9 καλοδιδάσκαλοι
καλοδιδάσκαλοςteacher of virtue: masc nom /voc pl -
10 2567
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2567
-
11 κακοδιδασκαλέω
κακοδιδασκαλέω (Sext. Emp., Adv. Math. 2, 42; s. κακοδιδασκαλία and καλοδιδάσκαλος) teach evil τινά to someone τὰς ἀναιτίους ψυχάς to innocent souls 2 Cl 10:5.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κακοδιδασκαλέω
См. также в других словарях:
καλοδιδάσκαλος — καλοδιδάσκαλος, ὁ (Α) αυτός που διδάσκει την αρετή … Dictionary of Greek
καλοδιδασκάλους — καλοδιδάσκαλος teacher of virtue masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοδιδάσκαλοι — καλοδιδάσκαλος teacher of virtue masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
доброучительный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (καλοδιδάσκαλος) хорошо поучающий, способный учить других … Словарь церковнославянского языка
δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
ԲԱՐԵԽՐԱՏ — (ի, ից, կամ ուց.) NBH 1 448 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c, 11c ա. καλοδιδάσκαλος honesta docens, monens Որ տայ զբարի խրատ կամ զխորհուրդ. *Մի՛ բանսարկուս, մի՛ դինեմոլս, այլ՝ բարեխրատս, զի զգաստացուցանիցեն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)