Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καλοδιδάσκαλος

См. также в других словарях:

  • καλοδιδάσκαλος — καλοδιδάσκαλος, ὁ (Α) αυτός που διδάσκει την αρετή …   Dictionary of Greek

  • καλοδιδασκάλους — καλοδιδάσκαλος teacher of virtue masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοδιδάσκαλοι — καλοδιδάσκαλος teacher of virtue masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • доброучительный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (καλοδιδάσκαλος) хорошо поучающий, способный учить других …   Словарь церковнославянского языка

  • δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …   Dictionary of Greek

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՐԵԽՐԱՏ — (ի, ից, կամ ուց.) NBH 1 448 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c, 11c ա. καλοδιδάσκαλος honesta docens, monens Որ տայ զբարի խրատ կամ զխորհուրդ. *Մի՛ բանսարկուս, մի՛ դինեմոլս, այլ՝ բարեխրատս, զի զգաստացուցանիցեն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»