-
1 καλλ-ωπίζω
καλλ-ωπίζω, das Gesicht schön machen, ein schönes Ansehen geben; καλλωπίζοντες τὸ ὄνομα Ἑρμῆν καλοῦμεν Plat. Crat. 408 b; καλλωπισϑεῖσα 409 c; οἰκία ὑπερβαλλούσῃ δαπάνῃ κεκαλλωπισμένη Xen. Hier. 11, 2. – Häufiger im med., sich schmücken; ταῦτα δὴ ἐκαλλωπισάμην, ἵνα καλὸς παρὰ καλὸν ἴω Plat. Conv. 174 a; sich zieren, παῦσαι πρός με καλλωπιζόμενος Phaedr. 236 d, vgl. Prot. 333 d; Plut. λέξις κεκαλλωπισμένη, S. Emp. adv. rhet. 55. – Gew. prunken, prahlen mit Etwas, ἐπί τινι, Plat. Rep. III, 405 b, τινί, Phaedr. 252 a; καλλωπιζόμενος ὥς τι εὑρηκότων ἡμῶν καλόν Theaet. 195 d; ὡς οὐκ ἀγανακτῶν Crit. 52 c; τοῖς ὅπλοις Xen. Cyr. 7, 4, 14, vgl. 8, 8, 18; auch vom Pferde, de re equ. 10, 4; Sp., λόγῳ παραιτεῖσϑαι καλλωπιζόμενος Plut. Caes. 28.
-
2 ἀπο-καλλ-ωπίζω
ἀπο-καλλ-ωπίζω, des Schmuckes berauben, Poll. 1, 236 im pass.
-
3 καλλωπίζω
καλλ-ωπίζω, das Gesicht schön machen, ein schönes Ansehen geben. Häufiger im med., sich schmücken. Gew. prunken, prahlen mit etwas -
4 καλλωπιζω
1) украшать, приукрашивать(τὸ ὄνομα Plat.)
; разукрашивать(τέν πόλιν ὥσπερ γυναῖκα Plut.)
κεκαλλωπισμένη τὸ χρῶμα Xen. — с накрашенным лицом2) med. прикрашиваться, наряжатьсяταῦτα δέ ἐκαλλωπισάμην Plat. — вот я и нарядился;
κ. περὴ κόμην Plut. — красиво причесываться3) med. кокетничать, рисоваться, чваниться(πρός τινα Plat., Plut.; περὴ τῶν ἀκριβῶς γνωριζομένων Arst.)
4) med. гордиться(τινι Plat., Plut. и ἐπί τινι Plat., Arst.)
5) med. делать вид, притворятьсяλόγῳ παραιτεῖσθαι καλλωπιζόμενος Plut. — на словах делая вид, что отклоняет (диктаторские полномочия)
-
5 ἀποκαλλωπίζω
См. также в других словарях:
ιλλωπίζω — ἰλλωπίζω (Α) ιλλίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός «αλλήθωρος» + ωπίζω (< ωψ < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. καλλ ωπίζω, μυ ωπίζω] … Dictionary of Greek
ευκαλλώπιστος — εὐκαλλώπιστος, ον (Α) ωραία καλλωπισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καλλ ώπιστος (< καλλ ωπίζω), πρβλ. α καλλ ώπιστος] … Dictionary of Greek
καλλωπίζω — (AM καλλωπίζω) 1. κάνω ωραίο το πρόσωπο κάποιου ή δίνω ωραία όψη στην εξωτερική εμφάνιση, ομορφαίνω («τήν πόλιν καταχρυσοῦντας και καλλωπίζοντας ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῑκα», Πλούτ.) 2. μέσ. καλλωπίζομαι κάνω τον εαυτό μου ωραίο («όλη μέρα κάθεται και… … Dictionary of Greek