-
1 καλλιέπεια
καλλῐέπ-εια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιέπεια
-
2 καλλιεπέομαι
A say in fine phrases,κ. ὡς.. εἰκότως ἄρχομεν Th.6.83
; εἰ δοῦλος καλλιεποῖτο use fine language, Arist.Rh. 1404b16;ῥημάτων ὧν οἱ δεξιοὶ περὶ τὰς δίκας -εποῦνται Pl.Hipparch. 225c
:—[voice] Pass., :—later in [voice] Act., [full] καλλιεπέω, Them.Or.20p.285D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιεπέομαι
-
3 καλλιεπής
καλλῐεπ-ής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιεπής
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский