Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καλλί-ζωνος

См. также в других словарях:

  • λυσίζωνος — λυσίζωνος, ον (Α) 1. αυτός που λύνει τη ζώνη 2. (για νύφη) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την παρθενική ζώνη στην Άρτεμι 3. (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την πανοπλία, άοπλος 4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λυσίζωνος α) επίκληση τής Αρτέμιδος …   Dictionary of Greek

  • μονόζωνος — μονόζωνος, ον (ΑΜ) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που φορά μία μόνο ζώνη 2. (για στρατιώτη) αυτός που είναι ελαφρά οπλισμένος αρχ. 1. αυτός που ταξιδεύει μόνος του 2. ακροβολιστής 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἵ ἔφοδοι βάρβαροι ἢ ἀπελάται μάχιμοι».… …   Dictionary of Greek

  • μελάνζωνος — μελάνζωνος, ον (Μ) αυτός που φορά μαύρη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ζώνη (πρβλ. βαθύ ζωνος, καλλί ζωνος)] …   Dictionary of Greek

  • πορφυρόζωνος — ον, Α αυτός που έχει πορφυρή ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. λ. καλλί ζωνος] …   Dictionary of Greek

  • υψίζωνος — ον, Α αυτός που είναι ψηλά ζωσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. καλλί ζωνος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόζωνος — μεγαλόζωνος, ον (Α) αυτός που φορά μεγάλη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ζώνη (πρβλ. καλλί ζωνος)] …   Dictionary of Greek

  • ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»