-
1 καλλί-ζωνος
καλλί-ζωνος, mit schönem Gürtel, γυναῖκες Il. 7, 139 u. öfter; κόραι Heliod. 3, 2.
-
2 καλλίζωνος
A with beautiful girdles,γυναῖκες Il.7.139
, 24.698, Od.23.147;Ἥρα B.5.89
: in late Prose,κόραι Hld.3.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίζωνος
-
3 καλλίζωνος
καλλί-ζωνος: with beautiful girdles. (See cut No. 44.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καλλίζωνος
-
4 καλλίζωνος
-
5 καλλιζωνος
-
6 ῥᾶ (1)
ῥᾶGrammatical information: Adv.Meaning: `easy' (Alcm., S.Fr. 1086, Ion. trag.).Other forms: ep. ῥῆα (wr. ῥεῖα), ῥέα (monosyll. reading necessary or possible; so for Aeol. ῥᾶ?), Ion. ῥέᾱ (Simon.), Aeol. βρᾶ ( = Ϝρᾶ, gramm., ῥῆα in Alc. homerism or mistake of the tradit.).Compounds: As 1. member in ῥᾳ-θυμος `lighthearted, carefree' (Att.) from *ῥαΐ-θυμος (as καλλί-ζωνος a.o.), if not secondary for the well attested ῥά-θυμος (Wackernagel Hell. 26 = Kl. Schr. 2, 1057).Derivatives: Comp.forms: comp. ep. ῥηΐτερον, Ion. ῥῄτερον (Thgn.), Dor. ῥᾳτερον (Pi.), also Ion. ῥήϊον, Att. ῥᾳ̃ον; to this ῥᾶσσον (gramm. in EM) after θᾶσσον (Seiler Steigerungsformen 73); sup. ep. ῥηΐτατα, Ion. ῥήϊστα, Dor. ῥάϊστα (Theoc.), Att. ῥᾳ̃στα. From the adv. arose the adj. forms ῥηΐτερος, ῥήϊστος, ῥᾳων, ῥᾳ̃στος; from ῥῆα, ῥᾶ the pos. ῥη-ϊδίως, Att. ῥᾳδίως, Aeol. βρα-ϊδίως (Alc.), to which the adj. ῥηΐδιος, ῥᾳδιος (like μαψ-ιδίως, - ίδιος a.o.); to this ῥᾳδιέστερος a. o. -- From ῥήϊον, ῥᾳ̃ον: ῥηΐζω, ῥαΐζω, aor. - ίσαι `to recover' (IA.) and ῥαΐαν ὑγείαν H. From ῥήϊστος, ῥᾳ̃στος: ῥῃστώνη, ῥᾳστώνη f. `recovery, leisurely condition, leisure' (IA.); formation unclear, cf. Schwyzer IF 45, 259ff., Meid IF 62, 277. Further details in Schwyzer 467 a. 539, Wackernagel Verm. Beitr. 11ff. (= Kl. Schr. 1, 772ff.), Seiler Steigerungsformen 72f., Leumann Hom. Wörter 18 n. 10.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From ep. ῥῆα and Aeol. βρᾶ we reconstruct PGr. *Ϝρᾶα, which can stand for *Ϝρᾶσ-α, perh. for *Ϝρᾶι̯-α; on the ending -α Schwyzer 622. No doubt old, inherited word, but without certain etymology. After Hermann Gött. Nachr. 1918, 281 f. prop. `raisable' (Lat. levis: levāre), to Lith. viršùs `the upper', Skt. vársman-'hight', to which also ἀπηύρα, ἀπούρας (doubts in Kretschmer Glotta 11, 249). To ἀπηύρα (but further diff.) also Schwyzer IF 45, 259ff. Still diff. Specht KZ 59, 93ff.: to ἀραιός `thin' (s. Schwyzer 539 w. n. 3). Szemerényi, Welt d. Slaven (1967) 272f. connects Av. uruuāza- `joy, bliss', from IE *u̯rādh-s- (but then the -s- would have been preserved in Greek); Pisani Acme 8(1955)117f.Page in Frisk: 2,636Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥᾶ (1)
См. также в других словарях:
λυσίζωνος — λυσίζωνος, ον (Α) 1. αυτός που λύνει τη ζώνη 2. (για νύφη) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την παρθενική ζώνη στην Άρτεμι 3. (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την πανοπλία, άοπλος 4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λυσίζωνος α) επίκληση τής Αρτέμιδος … Dictionary of Greek
μονόζωνος — μονόζωνος, ον (ΑΜ) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που φορά μία μόνο ζώνη 2. (για στρατιώτη) αυτός που είναι ελαφρά οπλισμένος αρχ. 1. αυτός που ταξιδεύει μόνος του 2. ακροβολιστής 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἵ ἔφοδοι βάρβαροι ἢ ἀπελάται μάχιμοι».… … Dictionary of Greek
μελάνζωνος — μελάνζωνος, ον (Μ) αυτός που φορά μαύρη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ζώνη (πρβλ. βαθύ ζωνος, καλλί ζωνος)] … Dictionary of Greek
πορφυρόζωνος — ον, Α αυτός που έχει πορφυρή ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. λ. καλλί ζωνος] … Dictionary of Greek
υψίζωνος — ον, Α αυτός που είναι ψηλά ζωσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. καλλί ζωνος] … Dictionary of Greek
μεγαλόζωνος — μεγαλόζωνος, ον (Α) αυτός που φορά μεγάλη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ζώνη (πρβλ. καλλί ζωνος)] … Dictionary of Greek
ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… … Dictionary of Greek