Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καλλωπίζω

См. также в других словарях:

  • καλλωπίζω — beautify the face pres subj act 1st sg καλλωπίζω beautify the face pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίζω — καλλωπίζω, καλλώπισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλλωπίζω — (AM καλλωπίζω) 1. κάνω ωραίο το πρόσωπο κάποιου ή δίνω ωραία όψη στην εξωτερική εμφάνιση, ομορφαίνω («τήν πόλιν καταχρυσοῦντας και καλλωπίζοντας ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῑκα», Πλούτ.) 2. μέσ. καλλωπίζομαι κάνω τον εαυτό μου ωραίο («όλη μέρα κάθεται και… …   Dictionary of Greek

  • καλλωπίζω — καλλώπισα, καλλωπίστηκα, καλλωπισμένος, κάνω κάτι ωραίο, ευπρεπίζω, στολίζω: Καλλωπίστηκε και βγήκε βόλτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλλωπίζεσθε — καλλωπίζω beautify the face pres imperat mp 2nd pl καλλωπίζω beautify the face pres ind mp 2nd pl καλλωπίζω beautify the face imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίζετε — καλλωπίζω beautify the face pres imperat act 2nd pl καλλωπίζω beautify the face pres ind act 2nd pl καλλωπίζω beautify the face imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίζῃ — καλλωπίζω beautify the face pres subj mp 2nd sg καλλωπίζω beautify the face pres ind mp 2nd sg καλλωπίζω beautify the face pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίσει — καλλωπίζω beautify the face aor subj act 3rd sg (epic) καλλωπίζω beautify the face fut ind mid 2nd sg καλλωπίζω beautify the face fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίσω — καλλωπίζω beautify the face aor subj act 1st sg καλλωπίζω beautify the face fut ind act 1st sg καλλωπίζω beautify the face aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπίσῃ — καλλωπίζω beautify the face aor subj mid 2nd sg καλλωπίζω beautify the face aor subj act 3rd sg καλλωπίζω beautify the face fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκαλλωπισμένα — καλλωπίζω beautify the face perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκαλλωπισμένᾱ , καλλωπίζω beautify the face perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκαλλωπισμένᾱ , καλλωπίζω beautify the face perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»