-
1 καλλιεπης
См. также в других словарях:
θεσπιέπεια — θεσπιέπεια, ἡ (Α) αυτή που εκπέμπει θεία έπη, η προφητική («θεσπιέπεια Δελφίς πέτρα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + έπεια (< έπης < έπος), πρβλ. καλλι έπεια < καλλι επής. Μολονότι εξ απόψεως παραγωγής ο τ. είναι ουσιαστικό,… … Dictionary of Greek
ευθυεπής — εὐθυεπής, ές (Α) αυτός που μιλάει με παρρησία, με ελευθερία λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + επής (< έπος «λόγος»), πρβλ. καλλι επής, α μετρο επής] … Dictionary of Greek
ηδυετής — ές (Α ἡδυεπής, δωρ. τ. ἁδυεπής, ές, θηλ. ποιητ. τ. ἡδυέπεια) αυτός ο οποίος μιλάει με γλυκό τρόπο, ο γλυκομίλητος αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά, όμορφα, ο γλυκύφθογγος («ἡδυεπής λύρα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + επης (< έπος), πρβλ. ευρησι επής … Dictionary of Greek
ημιεπής — ἡμιεπής, ές (Α) (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) τὸ ἡμιεπές μισός επικός στίχος, μισό δακτυλικό εξάμετρο, τρεις δάκτυλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + επης (< έπος), πρβλ. αμετρο επής, καλλι επής] … Dictionary of Greek
θελξιεπής — θελξιεπής, ές (Α) αυτός που λέει ευχάριστα λόγια, που θέλγει με τα λόγια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + επής (< έπος), πρβλ. α μετρο επής, καλλι επής] … Dictionary of Greek
θεοεπής — θεοεπής, ές (Α) θεσπέσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + επής (< έπος), πρβλ. α μετρο επής, καλλι επής] … Dictionary of Greek
θερσιεπής — θερσιεπής, ές (Α) αυτός που μιλά με θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρσος, αιολ. τ. τού θάρσος, αττ. θάρρος + επής (< έπος), πρβλ. αμετρο επής, καλλι επής. Για τον σχηματισμό τού α συνθετικού πρβλ. δεξίδωρος, τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
ορθοεπής — ές (Μ ὀρθοεπής, ές) αυτός που τηρεί και εφαρμόζει ορθά τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες στην προφορική και γραπτή έκφρασή του, που διατυπώνει ορθά τις σκέψεις του νεοελλ. εκφρασμένος με σωστό τρόπο («ορθοεπής λόγος»). επίρρ... ορθοεπώς… … Dictionary of Greek
παυροεπής — ές, Α λιγόλογος, άνθρωπος λίγων λόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός, λίγος» + επής (< ἔπος), πρβλ. καλλι επής] … Dictionary of Greek
περισσοεπής — και αττ. τ. περιττοεπής, ές, Α περιττολόγος, αυτός που λέγει περιττά λόγια, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + επής (< ἔπος), πρβλ. καλλι επής] … Dictionary of Greek
πολυεπής — ές, Α πολυλογάς, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + επής (< ἔπος, τὸ «λόγος»), πρβλ. καλλι επής] … Dictionary of Greek