Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καλλιεπής

См. также в других словарях:

  • καλλιεπής — elegant in diction masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιεπής — ές (AM καλλιεπής, ές) αυτός που μιλά ή γράφει με επιμελημένο ύφος. επίρρ... καλλιεπώς με καλλιέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + επής (< ἔπος), πρβλ. α μετρο επής, ψευδο επής] …   Dictionary of Greek

  • καλλιεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μιλάει ή γράφει ωραία, ευφράδης: Ο ρήτορας αυτός είναι καλλιεπής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλλιεπῆ — καλλιεπής elegant in diction neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καλλιεπής elegant in diction masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καλλιεπής elegant in diction masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιεπές — καλλιεπής elegant in diction masc/fem voc sg καλλιεπής elegant in diction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιεποῦς — καλλιεπής elegant in diction masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιεπεῖ — καλλιεπέομαι say in fine phrases pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καλλιεπέω say in fine phrases pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καλλιεπέω say in fine phrases pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καλλιεπής elegant in …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • αρτιεπής — ἀρτιεπής, ές (Α) 1. αυτός που έχει ευχέρεια στον λόγο 2. αυτός που απαντά πρόθυμα, αμέσως 3. ο σαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + επής < έπος (πρβλ. ηδυεπής, καλλιεπής)] …   Dictionary of Greek

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • καλλιέπεια — η (AM καλλιέπεια) [καλλιεπής] το να μιλά ή να γράφει κανείς με σαφήνεια και γλαφυρότητα, το επιμελημένο ύφος τού λόγου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»