Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καλι-

См. также в других словарях:

  • Κάλι — I Ινδική θεότητα, που ταυτίζεται με την Ντουργκά, σύζυγο του Σίβα. Συμβολίζει την τρομερή όψη των δυνάμεων της φύσης και λατρεύεται ως θεά του θανάτου. Σε μερικές αιρέσεις γιόγκα αντιπροσωπεύει το σύμβολο της ριζικής δύναμης που κατευθύνει το… …   Dictionary of Greek

  • καλιδίοις — καλῑδίοις , καλίδιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλίδια — καλί̱δια , καλίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλίδιον — καλί̱διον , καλίδιον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία …   Dictionary of Greek

  • κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …   Dictionary of Greek

  • Καλιδάσα — (Kalidasa, περ. 340 – περ. 400 μ.Χ.). Ινδός ποιητής. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του. Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Κ. ήταν μυημένος στη λατρεία της θεάς Κάλι, εμπνεύστριας της ποίησής του, είναι αβάσιμη και μάλλον οφείλεται στην… …   Dictionary of Greek

  • Σουραμπάγια — Πόλη (2.027.913 κάτ.) της Ινδονησίας, στο βορειοανατολικό τμήμα της Ιάβας, πρωτεύουσα της επαρχίας Τζάουα Τιμούρ (= Ανατολικής Ιάβας). Βρίσκεται στις δύο όχθες του Κάλι Μας, λίγο πάνω από τις εκβολές του στο Στενό της Μαδούρας. Πάνω στη θάλασσα,… …   Dictionary of Greek

  • ποτάσα — η (λ. ιταλ.) 1. ανθρακικό κάλι. 2. καυστικό κάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Tanagra-Figur — „Dame in Blau“ mit Fächer und verhülltem Haar, Louvre Museum, Paris, ca. 330 300 v. Chr. Als Tanagra Figuren werden antike aus Terrakotta geformte und gebrannte Frauenfiguren in sitzender oder stehender Haltung von 15 bis 35 cm Höhe aus der… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»