-
1 καλιάς
-
2 καλιᾶς
-
3 καλιάς
-
4 καλιάς
καλιά̱ς, καλιάwooden dwelling: fem acc pl (ionic)καλιάςhut: fem nom sg -
5 καλιάδα
καλιάςhut: fem acc sg -
6 καλιάδας
καλιάςhut: fem acc pl -
7 καλιάδι
καλιάςhut: fem dat sg -
8 καλιάσιν
καλιάςhut: fem dat pl -
9 καλιά
καλιά̱, καλιάwooden dwelling: fem nom /voc /acc dual (ionic)καλιά̱, καλιάwooden dwelling: fem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)καλιάςhut: fem voc sg -
10 καλειάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλειάς
-
11 καλιά
Grammatical information: f.Other forms: Iion. - ιήDerivatives: - Diminutive καλί̄διον (Eup.); καλιάς, - άδος f. `hut, sest, chapel' (Attica IVa, D. H., Plu.) with καλιάδιον (Delos IIa).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Through the almost generally long ῑ (Scheller Oxytonierung 91) καλιά distinguishes itself from the oxytona in - ιά. As the etymological connection is therefore unclear, the connection with καλύπτω etc. (s. v.) becomes doubtfull. Acc. to Pisani IF 58, 246 here Osc. kaíla `aedem, sacellum' with metathesis (?). (Not to Skt. kulā́ya- n. (m.) `wicker-work, nest, house' s. Mayrhofer KEWA s. v.Page in Frisk: 1,764Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καλιά
См. также в других словарях:
καλιάς — καλιάς, ἡ (Α) 1. μικρή καλύβα 2. βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καλιός*] … Dictionary of Greek
καλιάς — καλιά̱ς , καλιά wooden dwelling fem acc pl (ionic) καλιάς hut fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιᾶς — καλιά wooden dwelling fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιάδα — καλιάς hut fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιάδας — καλιάς hut fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιάδι — καλιάς hut fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιάσιν — καλιάς hut fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλεϊάς — καλεϊάς, ἡ (Α) (αντί καλιάς) φωλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού καλιάς] … Dictionary of Greek
SEPTERIUM — una ex 3. sollennitatibus nonô quôque annô Delphis olim celebrari solitis: quarum mentio apud Plut. Quaestion. Graec. Erat autem Σεπτήριον μίμημα τῆς πρὸς τὸν πύθωνα τȏυ θεοῦ μάχης, καὶ τῆς μετα τὴν μάχυς̔ν ἐπὶ τὰ τέμπη φυγῆς καὶ ἐκδιώξες.… … Hofmann J. Lexicon universale
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
Ιαμίδες — Το διασημότερο από τα τέσσερα μαντικά γένη της αρχαίας Ήλιδας. Γενάρχης του ήταν ο Ίαμος, γιος του Απόλλωνα και της Ευάδνης (κόρης του Ποσειδώνα και της λακωνικής νύμφης Πιτάνης), την οποία υιοθέτησε ο ηγεμόνας της Αρκαδίας, Αίγυπτος. Οι… … Dictionary of Greek