-
1 καλειάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλειάς
-
2 καλιάς
См. также в других словарях:
καλεϊάς — καλεϊάς, ἡ (Α) (αντί καλιάς) φωλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού καλιάς] … Dictionary of Greek
1 καλειάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλειάς
2 καλιάς
καλεϊάς — καλεϊάς, ἡ (Α) (αντί καλιάς) φωλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού καλιάς] … Dictionary of Greek