Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καλαμίς

См. также в других словарях:

  • καλαμίς — limed twig fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλαμις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλαμις — (5ος αι. π.Χ.). Γλύπτης. Καταγόταν ίσως από τη Βοιωτία και είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες, κυρίως χαλκοπλάστης, της εποχής πριν από τον Φειδία. Η γλυπτική του καλύπτει το χρονικό διάστημα από το 470 έως …   Dictionary of Greek

  • καλαμίδα — καλαμίς limed twig fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίδας — καλαμίς limed twig fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίδι — καλαμίς limed twig fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίδος — καλαμίς limed twig fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλαμίδων — Κάλαμις fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίδων — καλαμίς limed twig fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλάμιδος — Κάλαμις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίδα — η (Α καλαμίς) [κάλαμος] εργαλείο για τη σύλληψη πτηνών, ξόβεργα αρχ. 1. θήκη γραφικών καλάμων, γραφίδων, κονδυλοθήκη 2. γραφίδα, πένα 3. οδοντογλυφίδα 4. εργαλείο που τό χρησιμοποιούσαν πυρακτωμένο για κατσάρωμα τών μαλλιών 5. είδος καρφοβελόνας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»