Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καλά

  • 21 хороший

    хорош||ий
    прил καλός:
    \хороший голос ἡ καλή φωνή· \хорошийая погода ὁ καλός καιρός· \хороший человек ὁ καλός ἄνθρωπος· все это \хорошийό, но... ὅλα αὐτά καλά ἀλλά....· как она \хорошийа (собой)! τί ὅμορφη πού εἶναι!· ◊ \хорошийό знакомый ὁ πολύ γνωστός· πο· \хорошийему μέ τό κοιλό· желаю вам всего́ \хорошийего! χαίρετε!, στό καλό!· \хорошийее дело! ирон. ὠραΐα δουλειά· ну и хорош! ирон. καλός κι αὐτός!· что \хорошийего? τί καλά νέα ἔχουμε;· ничего́ \хорошийего τίποτα τό καλό· \хорошийего понемногу ἀνάργια ἀνάργια τό φιλί νἄχει καί νοστιμάδα· мы с ним очень \хорошийи́ ἔχουμε μ' αὐτόν πολύ καλές σχέσεις, τά ἔχουμε πολύ καλά.

    Русско-новогреческий словарь > хороший

  • 22 благо

    ουδ.
    1. ευημερία, ευτυχία, καλό(ν), αγαθό(ν)•

    на благо народа για το καλό του λαού•

    на благо родины για το καλό της πατρίδας.

    2. πλθ. -а τα αγαθά•

    производство материальных благ η παραγωγή των υλικών αγαθών.

    εκφρ.
    всех благ – (ευχή) όλα τα καλά(αγαθά), του θεού τα καλά•
    ни на какие блага – ούτε με του θεού τα καλά, με τίποτε, σε καμιά περίπτωση.
    благо σύνδ. αφού, μια και, μια που, εφόσον•

    йери благо дают πάρε, μια και σου δίνουν.

    Большой русско-греческий словарь > благо

  • 23 ладить

    лажу, ладишь
    ρ.δ.
    1. τα έχω (τα πηγαίνω) καλά, τα ταιριάζω•

    ладить со всеми τά χω καλά με όλους•

    один с ним не -ил ένας δεν τα ταίριαζε μ αυτόν•

    они что-то не -ят αυτοί κάπως δεν τα πάνε καλά (μεταξύ τους).

    2. μτφ. φτιάχνω, διορθώνω, επισκευάζω• διευθετώ, ταχτοποιώ•

    дорогу -ят το δρόμο φτιάχνουν•

    ладить хозяйство φτιάχνω το νοικοκυριό.

    3. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    4. επαναλαβαίνω (κοπανίζω, πιπιλίζω) τα ίδια και τα ίδια•

    он всё своё -ит όλο τα δικά του κοπανίζει.

    1. ταιριάζω•

    беседа у нас как-то не -ится δεν ταιριάζομε στην κουβέντα.

    2. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    3. φτάχνομαι, γίνομαι, διορθώνομαι, επισκευάζομαι• διευθετούμαι, ταχτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > ладить

  • 24 ладно

    επίρ.
    1. αρμονικά, μονιασμένα κλπ,επ.
    2. καλά, πετυχημένα•

    ладно сшитый пиджак καλοραμμένο σακκάκι.

    3. σύμφωνα, καλά, ναι, εν τάζει•, будь по твоему καλά,ας γίνει όπως θέλεις (πεις) εσύ.

    Большой русско-греческий словарь > ладно

  • 25 недоглядеть

    -яжу, -ядишь
    ρ.σ.
    1. αφήνω να περάσει απαρατήρητο, παραβλέπω, παρορώ•

    -опечатку в тексте παραβλέπω τυπογραφικό λάθος στο κείμενο.

    2. δεν παρακολουθώ, δεν προσέχω καλά• δεν κοιτάζω καλά•

    недоглядеть за ребнком δεν προσέχω καλά το παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > недоглядеть

  • 26 проварить

    -арю, -аришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваренный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βράζω καλά, εντελώς.
    2. (για μέταλλα) βράζω, συγκολλώ καλά.
    3. βράζω (για ένα χρον. διάστημα).
    βράζω καλά, εντελώς. || βράζω (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > проварить

  • 27 работать

    ρ.δ.
    1. εργάζομαι, δουλεύω•

    работать в поле εργάζομαι στο χωράφι•

    работать на заводе εργάζομαι στο εργοστάσιο•

    работать сверхурочно εργάζομαι υπερωρία•

    работать в колхозе εργάζομαι στο κολχόζ•

    работать днм и ночью εργάζομαι μέρα και νύχτα•

    работать лопатой, молотком δουλεύω με το φτυάρι, με το σφυρί.

    2. εκτελώ μια ειδική εργασία•

    работать бухгалтером εργάζομαι λογιστής•

    -электриком εργάζομαι ηλεκτρολόγος•

    я работаю токарем εγώ εργάζομαι τορναδόρος.

    3. λειτουργώ•

    часы работают хорошо το ρολόγι δουλεύει καλά•

    мотор плохо -ет το μοτέρ δε δουλεύει καλά•

    моё сердце хорошо -ет η καρδιά μου καλά δουλεύει.

    || είμαι ανοιχτός•

    библиотека -ет до девяти часов вечера η βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή (λειτουργεί) ως τις ενιά το βράδυ.

    4. φτιάχνω•

    работать сапоги φτιάχνω μπότες.

    εκφρ.
    работать над собой – τελειοποιούμαι, ολοκληρώνομαι.
    1. δουλεύω κανονικά, ρέγουλα.
    2. φτιάχνομαι, γίνομαι, κατασκευάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > работать

  • 28 сойти

    сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•

    сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.

    2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.
    3. βγαίνω, εξέρχομαι•

    сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.

    4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•

    сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•

    сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•

    поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•

    шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.

    5. λιώνω•

    снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•

    краска сойтишла η μπογιά βγήκε•

    ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).

    || (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.
    6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•

    всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.

    || περνώ, γίνομαι δεκτός•

    надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.

    || απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.
    7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.
    εκφρ.
    сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).
    1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.
    2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.
    3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.
    4. ταιριάζω• συμπίπτω•

    сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•

    не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•

    показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•

    наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.

    5. συμφωνώ•

    сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.

    6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•

    дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > сойти

  • 29 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 30 укрыть

    укрою, укроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укрытый, βρ: укрыт
    -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω καλά•

    укрыть одеялом σκεπάζω καλά με το πάπλωμα.

    2. προστατεύω, προφυλάγω•

    от дождя προστατεύω από τη βροχή.

    3. αποκρύπτω (καταζητούμενο, καταδιωκόμενο) • συγκαλύπτω.
    1. καλύπτομαι, σκεπάζομαι καλά.
    2. προστατεύομαι, προφυλάγομαι.
    3. κρύβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > укрыть

  • 31 видеть

    видеть βλέπω, παρατηρώ я хорошо (плохо) вижу βλέπω καλά (άσχημα) я не вижу δε βλέπω
    * * *
    βλέπω, παρατηρώ

    я хорошо́ (пло́хо) ви́жу — βλέπω καλά (άσχημα)

    я не ви́жу — δε βλέπω

    Русско-греческий словарь > видеть

  • 32 видно

    видно 1. предик. 1) φαίνεται было хорошо \видно φαινόταν καλά его ещё не \видно δε φαίνεται ακόμη 2) (заметно) είναι φανερό, είναι αισθητό 2. вводи, ел. πιθανό, καθώς φαίνεται \видно, он не придёт καθώς φαίνεται δε θα ρθει
    * * *
    1. предик.

    бы́ло хорошо́ ви́дно — φαινόταν καλά

    его́ ещё не ви́дно — δε φαίνεται ακόμη

    2) ( заметно) είναι φανερό, είναι αισθητό
    2. вводн. сл.
    πιθανό, καθώς φαίνεται

    ви́дно, он не придёт — καθώς φαίνεται δε θα ρθει

    Русско-греческий словарь > видно

  • 33 выздоравливать

    выздоравливать, выздороветь αναρρώνω, γίνομαι καλά; \выздоравливатьите περαστικά σας
    * * *
    = выздороветь
    αναρρώνω, γίνομαι καλά

    выздора́вливайте — περαστικά σας

    Русско-греческий словарь > выздоравливать

  • 34 действовать

    действовать 1) ενεργώ, δρω 2) (функционировать) λειτουργώ 3) (оказывать действие) επιδρώ· лекарство хо рошо \действоватьует το φάρμακο κάνει καλά 4) юр. ισχύω
    * * *
    1) ενεργώ, δρω
    2) ( функционировать) λειτουργώ

    лека́рство хорошо́ де́йствует — το φάρμακο κάνει καλά

    4) юр. ισχύω

    Русско-греческий словарь > действовать

  • 35 здоровый

    здоровый υγιής δυνατός, γερός (крепкий) я здоров είμαι καλά ◇ будьте \здоровыйы! χαίρετε!, γεια χαρά! (при прощании) γεια σου!, γεια σας! (тж. при чиханье)
    * * *
    υγιής; δυνατός, γερός ( крепкий)

    я здоро́в — είμαι καλά

    ••

    бу́дьте здоро́вы! — χαίρετε!, γεια χαρά! ( при прощании) γεια σου!, γεια σας! (тж. при чиханье)

    Русско-греческий словарь > здоровый

  • 36 ладно

    ладно разг. καλά, εντάξει
    * * *
    разг.
    καλά, εντάξει

    Русско-греческий словарь > ладно

  • 37 Махачкала

    Махачкала г. Μαχάτς- Καλά η
    * * *
    г. Μαχάτς-Καλά η

    Русско-греческий словарь > Махачкала

  • 38 неудобно

    неудобно 1. нареч. άβολα, στενόχωρα· мне \неудобно сидеть δεν κάθομαι καλά· 2. предик.: мне \неудобно νιώθω στενόχωρα
    * * *
    1. нареч.
    άβολα, στενόχωρα

    мне неудо́бно сиде́ть — δεν κάθομαι καλά

    2. предик.

    мне неудо́бно — νιώθω στενόχωρα

    Русско-греческий словарь > неудобно

  • 39 нехорошо

    нехорошо 1. нареч. κακά, άσχημα 2. предик.: мне \нехорошо δεν αισθάνομαι καλά
    * * *
    1. нареч.
    κακά, άσχημα
    2. предик.

    мне нехорошо́ — δεν αισθάνομαι καλά

    Русско-греческий словарь > нехорошо

  • 40 обдумать

    обдумать, обдумывать μελετώ, σκέφτομαι καλά
    * * *
    = обдумывать
    μελετώ, σκέφτομαι καλά

    Русско-греческий словарь > обдумать

См. также в других словарях:

  • Καλά — Καλά̱ , Καλή fem nom/voc/acc dual Καλά̱ , Καλή fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλα — κάλᾱ , κάλη fem nom/voc/acc dual κάλᾱ , κάλη fem nom/voc sg (doric aeolic) κά̱λᾱ , κήλη tumour fem nom/voc/acc dual (attic) κά̱λᾱ , κήλη tumour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλά — επίρρ. τροπ. 1. ακριβώς, σωστά: Καλά είπες το μάθημα. 2. εντελώς, τέλεια: Πρέπει να ψηθούν καλά οι μπριζόλες. 3. δυνατά, στερεά: Σφίξε καλά τη ζώνη σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλά — καλός beautiful neut nom/voc/acc pl καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc/acc dual καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλᾳ — κάλαι , κάλη fem nom/voc pl κάλᾱͅ , κάλη fem dat sg (doric aeolic) κά̱λᾱͅ , κήλη tumour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλά Δένδρα — Sp Kalà Dendrà Ap Καλά Δένδρα/Kala Dendra L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Καλᾷ — Καλή fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλᾷ — καλός beautiful fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κᾶλα — κᾶλον wood neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλᾳ — Κάλαι , Κάλαις precious stone of a greenish blue fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλά Δένδρα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ., 1.356 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. Δ της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκώνα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»