-
1 incommodément
άβολα -
2 nepohodlně
άβολα -
3 uncomfortably
άβολα -
4 niewygodnie
άβολα -
5 неудобно
неудобно 1. нареч. άβολα, στενόχωρα· мне \неудобно сидеть δεν κάθομαι καλά· 2. предик.: мне \неудобно νιώθω στενόχωρα* * *1. нареч.άβολα, στενόχωρα2. предик.мне неудо́бно сиде́ть — δεν κάθομαι καλά
мне неудо́бно — νιώθω στενόχωρα
-
6 неловко
нело́в||ко1. нареч (неуклюже) ἀδέξια·2. предик безл (неудобно) ἄβολα:мне \неловкоко сидеть на э́том стуле μοῦ εἶναι ἀβολο νά κάθομαι σ' αὐτή τήν καρέκλα·3. предик безл (неприятно, совестно):мне \неловкоко βρίσκομαι σέ ἀμηχανία· мие \неловкоко говорить об этом δυσκολεύομαι νά μιλήσω γι ' αὐτό. -
7 неудобно
неудо́бн||о1. нареч στενόχωρα, ἀβολα, μή ἀναπαυτικά:сидеть \неудобно κάθομαι ἄβο-λα·2. предик безл:мне \неудобно вас беспокоить δέν θέλω νά σας ἀνησυχήσω· мне \неудобно об этом говорить δέν θἄθελα νά μιλήσω γι ' αὐτό· ему́ стало \неудобно βρέθηκε σέ δύσκολη θέση. -
8 uncomfortably
adverb άβολα -
9 неловко
[νιλόφκα] εκίρ. αδέξια, άβολα -
10 неудобно
[νιουντόμπνα] εκίρ. άβολα -
11 неловко
[νιλόφκα] επίρ αδέξια, άβολα -
12 неудобно
[νιουντόμπνα] επίρ άβολα
См. также в других словарях:
άβολα — Πόλη(31.100 κάτ. το 2002) της Ιταλίας, στην επαρχία των Συρακουσών. Η πόλη ανοικοδομήθηκε μετά τον σεισμό του 1963. Στην περιοχή της υπάρχουν μεγάλα εκτροφεία βοοειδών. Η Α. απέχει 37 χλμ. περίπου από το Ιόνιο πέλαγος. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται … Dictionary of Greek
αβόλα — Πόλη(31.100 κάτ. το 2002) της Ιταλίας, στην επαρχία των Συρακουσών. Η πόλη ανοικοδομήθηκε μετά τον σεισμό του 1963. Στην περιοχή της υπάρχουν μεγάλα εκτροφεία βοοειδών. Η Α. απέχει 37 χλμ. περίπου από το Ιόνιο πέλαγος. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται … Dictionary of Greek
ἄβολα — ἄβολος that has not shed his foal teeth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμπάμπουλα — και αναμπούμπουλα και αλαμπάμπουλα επίρρ. 1. χωρίς τάξη, άτακτα, όπως τύχει 2. απερίσκεπτα 3. αμέριμνα, ατάραχα, ήρεμα 4. αντίξοα, «ανάποδα», άβολα 5. (για ανώμαλες καταστάσεις) φύρδην μίγδην, άνω κάτω 6. θορυβωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Το… … Dictionary of Greek