-
101 подковать
-кую, -кушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подкованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. πεταλώνω, καλιγώνω•подковать лошадь πεταλώνω το άλογο.
|| καρφώνω, στερεώνω από κάτω μεταλλικό έλασμα.2. μτφ. εφοδιάζω, καταρτίζω, προετοιμάζω καλά.3. μτφ. (απλ.) εξαπατώ, κοροϊδεύω, γελώ.εφοδιάζομαι, καταρτίζομαι, προετοιμάζομαι καλά (για γνώσεις κλπ.) -
102 полный
επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•
стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•
все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•
полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•
глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•
взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•
он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•
человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•
-ая победа ολοκληρωτική νίκη•
-ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•
развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.
2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.3. απεριόριστος, απόλυτος•-ая власть πλήρης εξουσία•
-ая свобода πλήρης ελευθερία.
4. ολόκληρος•полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•
полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•
-ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.
|| αρκετά μεγάλος, πολύς•были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.
|| όλος, ολικός•петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•
-ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.
5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•-ая женщина γεμάτη γυναίκα.
εκφρ.- ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•полный генерал – αντιστράτηγος•полный адмирал – ναύαρχος•- ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•- ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•-ым голосом (сказать, заявить – κ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος. -
103 приумыть
-
104 прожевать
-жую, -жушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прожванный, βρ: -ван, -а, -оμασώ καλά, εντελώς.μασιέμαι, καλά. -
105 прослушать
ρ.σ.μ.1. ακούω•прослушать оперу ακούω μελόδραμα.
2. ακροώμαι•прослушать лёгкие, сердце ακούω τα πνευμόνια, την καρδιά•
прослушать механизм ακούω το μηχανισμό (τον χτύπο).
3. παρακολουθώ•прослушать курс высшей математики ακούω μαθήματα ανώτερων μαθηματικών.
4. δεν ακούω καλά.• παρακούω•простите, я -ал, что вы сказали; повторите, пожалуйста με συγχωρείτε, δεν άκουσα καλά τι είπατε• πείτε το πάλι, σας παρακαλώ.
5. ακούω (για ένα χρον. διάστημα). -
106 разгореться
-рюсь, -ришься ρ.σ.1. ανάβω, καίω καλά•костёр -лся η φωτιά άναψε καλά•
сырые дрова насилу -лись τα χλωρά (υγρά) ξύλα με δυσκολία άναψαν.
2. μτφ. κοκκινίζω•восток -лся η ανατολή κοκκίνισε•
щёки от беготни -лись τα μάγουλα από το τρέξιμο κοκκίνισαν.
3. μτφ. φλέγομαι, φλογίζομαι, ερεθίζομαι, ανάβω•сердце -лось η καρδιά φλογίστηκε•
кровь -лась το αίμα άναψε.
4. φουντώνω, δυναμώνω, γίνομαι σφοδρός, φορτσάρω•битва -лась η μάχη άναψε•
страсти -лись τα πάθη άναψαν.
εκφρ.глаза (и зубы) -лись – έτρεξαν τα σάλια (από μεγάλη επιθυμία). -
107 размочить
-
108 разыграть
ρ.σ.μ.1. παίζω (μουσικό ή θεατρικό έργο).2. παίζω, κάνω συνδυασμούς•разыграть хорошо мяч παίζω καλά μπάλλα ή το τόπι•
хорошо разыграть партию в шахматы παίζω καλά την παρτίδα στο σκάκι•
разыграть в лотарею παίζω στη λοταρία, στο λαχείο•
разыграть в жребию παίζω στα ζάρια.
3. παρασταίνω, προσποιούμαι τον...4. διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω.5. βλ. одурачить. || разыграть дурака την παθαίνω σα βλάκας.1. παίζω•дети -лись, спать не хотят τα παιδιά έπαιξαν, να κοιμηθούν δε θέλουν.
|| προεξασκούμαι, προγυμνάζομαι, προπονούμαι• προπαρασκευάζομαι.2. υπερεκτείνομαι• σφοδρύνομαι• γιγαντώνομαι.3. ξεσπώ• διεξάγομαι, γίνομαι•-лся скандал ξέσπασε καβγάς•
разыграть бой έγινε μάχη•
буря -лась θύελλ.α ξέσπασε.
-
109 распылаться
ρ.σ.1. καίω δυνατά• ανάβω καλά•костр -лся η φωτιά άναψε καλά.
2. μτφ. κοκκινίζω, ερυθριώ•щёки -лись τα μάγουλα κοκκίνισαν•
распылаться гневом κοκκινίζω από το θυμό•
вечернее нбо -лось ο ουρανός μετά το ηλιοβασίλεμα κοκκίνισε.
-
110 ум
-а α.νους, μυαλό, διάνοια•острый ум η οξύνοια•
тонкий ум λεπτό πνεύμα•
светлый ум φωτεινό μυαλό•
склад -а κατάρτιση ή διανοητική κατάσταση• νοοτροπία•
человек большого -а μεγάλος νους•
проницательный ум διεισδυτικός νους•
обширный ум ευρύς νους•
лучшие -ы человечества οι μεγαλύτερες διάνοιες της ανθρωπότητας.
εκφρ.без -а (быть) от кого-чего – ξετρελλαίνομαι (από χαρά, ενθουσιασμό κ.τ.τ.)•α) στα λογικά, στα καλά• в -е ли ты? – είσαι στα λογικά σου•β) νοερώς, με το νου (όχι γραπτά)•три пишу, один в -е – γράφω τρία και ένα το κρατούμενο•ум за разум зашл – παραλόγιασε•- а не приложу – δεν καταλαβαίνω, δεν το χωράει το μυαλό (ο νους), δεν ξέρω•- у-разуму учить – σώφρωνίζω, συμμορφώνω, συνετίζω, βάζω μυαλό, γνώση•лишиться или решиться -а – τρελλαίνομαι•лгобить без -а – ξετρελλαίνομαι απο αγάπη (έρωτα)•помешаться или повредиться в -е – σαλεύει ο νους μου, μου στρίβει, λαβώνομαι, χρωστώ της Μιχαλούς•взяться ή схватиться за ум – ωριμάζω διανοητικά,λογικεύομαι, σωφρωνίζομαι•прийти ή взбрести на ум – έρχομαι στο νου, στο μυαλό•ему пришла на ум страшная мысль – του ήρθε στο μυαλό μια φοβερή σκέψη•свести с -а – α) ξετρελλαίνω, κάνω έξω φρενών, β) καταγοητεύω, παίρνω τα μυαλά•сойти (спятить, свихнуть) с -а – α) παραλογιάζω, ξετρελλαίνομαι. β) ενεργώ, πράττωασυλόγιστα• λέγω ανοησίες•в своём (ή здравом) - – έ όντας στα λογικά μου•и в -е нет (не было) – ούτε κατά διάνοια δεν υπάρχει(δενυπήρχε)•на -е ή в -е быть – υπάρχει στο νου, στη σκέψη•он не в своём - – αυτός δεν είναιστα λογικά του ή στα καλά του•не моего ума дело – δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτό, δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει•от большого -а ή с большого -а (сделать) – ειρν. από το πολύ μυαλό την παθαίνω. -
111 упрятать
ρ. σ.μ.1. κρύβω καλά και μακριά.2. μτφ. στέλλω•упрятать в острог στέλλω φυλακή.
|| κρύβομαι καλά και μακριά. -
112 усолить
-
113 успевать
ρ.δ.1. βλ. успеть.2. μαθαίνω καλά, έχω καλή επίδοση•успевать по математике μαθαίνω καλά στα μαθηματικά.
-
114 хороший
επ., βρ: -ρόπΐ-έ, -ό.1. καλός•-человек καλός άνθρωπος•
-ая лошадь καλό άλογο•
хороший почерк καλός γραφικός χαρακτήρας•
-аппетит καλή όρεξη•
хороший совет καλή συμβουλή•
хороший конец καλό τέλος•
-ая мысль καλή σκέψη•
-пример καλό παράδειγμα•
-ее настроение καλή διάθεση•
-ая погода καλός καιρός.
|| πεπειραμένος, επιδέξιος• αριστοτέχνης•хороший организатор καλός οργανωτής•
хороший музыкант καλός μουσικός.
-ее ουσ. ουδ. το καλό.2. αρκετά μεγάλος σημαντικός• αρκετός•-ие деньги καλά χρήματα•
хороший рост καλό ανάστημα.
|| γερός, δυνατός•получить хороший насморк παίρνω γερό συνάχι.
3. όμορφος, ωραίος, θελκτικός, γοητευτικός.4. προσφιλής, αγαπητός.εκφρ.по -му – α) καλά, όπως πρέπει, β) με το καλό, ήρεμα, ήσυχα. -
115 шалить
-лю, -лишьρ.δ.1. ατακτώ, κάνω αταξίες. || κάνω τρέλες, ανοησίες.2. δε λειτουργώ καλά•сердце -ит η καρδιά δε λειτουργεί καλά.
3. οτο 2ο ενκ. πρόσ. -ишь όχι δα, όχι του κερατά (για ασυμφωνία). -
116 крышка
το πώμα, το κάλυμμα, разг. το καπάκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крышка
-
117 присказка
литер. η προεισαγωγή/αρχή ή ο επίλογος/το τέλος του μύθου, παραμυθιού (π.χ. στην αρχή «μια φορά κι έναν καιρό» και στον επίλογο «και ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присказка
-
118 разжёвывать
μασώ (πολύ καλά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разжёвывать
-
119 разучить
μαθαίνω (κάτι απ' έξω ή καλάκάτι για να το εκτελέσω, π.χ. τον ρόλοτο ποίημα κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разучить
-
120 мотоцикл
мотоцикл м η μοτοσικλέτα' \мотоцикл с коляской η μοτοσικλέτα με καλάθι* * *мη μοτοσικλέταмотоци́кл с коля́ской — η μοτοσικλέτα με καλάθι
См. также в других словарях:
Καλά — Καλά̱ , Καλή fem nom/voc/acc dual Καλά̱ , Καλή fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλα — κάλᾱ , κάλη fem nom/voc/acc dual κάλᾱ , κάλη fem nom/voc sg (doric aeolic) κά̱λᾱ , κήλη tumour fem nom/voc/acc dual (attic) κά̱λᾱ , κήλη tumour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλά — επίρρ. τροπ. 1. ακριβώς, σωστά: Καλά είπες το μάθημα. 2. εντελώς, τέλεια: Πρέπει να ψηθούν καλά οι μπριζόλες. 3. δυνατά, στερεά: Σφίξε καλά τη ζώνη σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλά — καλός beautiful neut nom/voc/acc pl καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc/acc dual καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλᾳ — κάλαι , κάλη fem nom/voc pl κάλᾱͅ , κάλη fem dat sg (doric aeolic) κά̱λᾱͅ , κήλη tumour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλά Δένδρα — Sp Kalà Dendrà Ap Καλά Δένδρα/Kala Dendra L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Καλᾷ — Καλή fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλᾷ — καλός beautiful fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾶλα — κᾶλον wood neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάλᾳ — Κάλαι , Κάλαις precious stone of a greenish blue fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλά Δένδρα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ., 1.356 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. Δ της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκώνα … Dictionary of Greek