Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κακῶσαι

См. также в других словарях:

  • κακώσαι — κακώσᾱͅ , κακάζω cackle fut part act fem dat sg (doric) κακώσαῑ , κακόω maltreat aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακῶσαι — κακάζω cackle fut part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) κακόω maltreat aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεισέρχομαι — ὑπεισέρχομαι ΝΜΑ 1. εισέρχομαι κάπου κρυφά, εισδύω επιτήδεια, μπαίνω χωρίς να γίνω αντιληπτός, εισχωρώ απαρατήρητος 2. υποκαθιστώ, αναπληρώνω κάποιον, οικειοποιούμαι τη θέση ή τα δικαιώματά του νεοελλ. μτφ. παρεμβαίνω, παρεμβάλλομαι μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… …   Dictionary of Greek

  • kā̆ d- —     kā̆ d     English meaning: to harm, rob, chase     Deutsche Übersetzung: ‘schädigen, berauben, verfolgen”     Material: O.Ind. kadana n. “Vernichtung”, caküda (doubtful, if not caküra? ) kadanam “habe eine Vernichtung angerichtet”; Gk. Hom …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»