-
1 κακόμορος
κακόμοροςCat.Cod. Astr.masc /fem nom sg -
2 κακόμορος
κᾰκό-μορος, ον, = foreg., Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόμορος
-
3 κακόμορος
κακό-μοιρος, u. κακο-μοίριος, u. κακό-μορος, von bösem Geschick, unglücklich -
4 κακόμορον
κακόμοροςCat.Cod. Astr.masc /fem acc sgκακόμοροςCat.Cod. Astr.neut nom /voc /acc sg -
5 κακομόροις
κακόμοροςCat.Cod. Astr.masc /fem /neut dat pl -
6 κακομόρους
κακόμοροςCat.Cod. Astr.masc /fem acc pl -
7 κακόμορε
κακόμοροςCat.Cod. Astr.masc /fem voc sg -
8 κάμ-μορος
κάμ-μορος, ep. = κακόμορος, oder κατάμορος (vgl. Arcad. 71, 28), unglücklich, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν, Od. 11, 216. 2, 351, öfter, immer von Menschen.
-
9 κακομόρω
-
10 κακομόρῳ
См. также в других словарях:
κακόμορος — κακόμορος, ον (AM) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και τού λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος*. επίρρ... κακομόρως (Α) με κακή μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. αινό μορος, πρωτό μορος] … Dictionary of Greek
κακόμορος — Cat.Cod. Astr. masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόμορον — κακόμορος Cat.Cod. Astr. masc/fem acc sg κακόμορος Cat.Cod. Astr. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομόροις — κακόμορος Cat.Cod. Astr. masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομόρους — κακόμορος Cat.Cod. Astr. masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομόρῳ — κακόμορος Cat.Cod. Astr. masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόμορε — κακόμορος Cat.Cod. Astr. masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek