-
1 κακό-μορος
κακό-μορος, dasselbe, VLL.
-
2 κακόμοιρος,
κακό-μοιρος, u. κακο-μοίριος, u. κακό-μορος, von bösem Geschick, unglücklich -
3 κακομοίριος,
κακό-μοιρος, u. κακο-μοίριος, u. κακό-μορος, von bösem Geschick, unglücklich -
4 κακόμορος
κακό-μοιρος, u. κακο-μοίριος, u. κακό-μορος, von bösem Geschick, unglücklich -
5 κακόμορος
κᾰκό-μορος, ον, = foreg., Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόμορος
См. также в других словарях:
ταχύμορος — ον, ΜΑ αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μορος (< μόρος), πρβλ. κακό μορος] … Dictionary of Greek