-
1 κακο-εργός
κακο-εργός, schlecht handelnd, übel thuend; γαστήρ, der Magen, der zu Schlechtem antreibt, des Hungers wegen Unheil stiftet, Od. 18, 54; μάχαιρα Lucill. 79 (XI, 136). S. κακοῦργος.
-
2 κακο ῦργος
κακο ῦργος (zsgzgn aus κακο-εργός), schlecht handelnd, boshaft, betrügerisch; ἀνήρ Soph. Ai. 1002; μάντις O. R. 705; Her. 1, 41 u. sonst; subst. der Verbrecher, Thuc. 1, 134 Plat. Rep. VIII, 552 d u. Folgde; von der κάκωσις γονέων Dem. 24, 107; von Sachen, κακουργότατος λόγος Lpt. 125 (vgl. κακουργέω); κακουργότατα διαβάλλειν τινά Antiph. 2 γ 2; ἐπιϑυμίαι Plat. Rep. VIII, 554 c; καὶ ἀπατηλή Gorg. 465 b; καὶ βλαβερά Lach. 192 b; – τινός, Einem schadend, Xen. Mem. 1, 5, 3. – Adv., Sp.
-
3 κακοεργός
κακο-εργός, schlecht handelnd, übel tuend
См. также в других словарях:
καλοεργός — ο (Μ καλοεργός) νεοελλ. το φόβητρο τών πουλιών που βάζουν στους αγρούς, σκιάχτρο μσν. αυτός που κάνει το καλό, αγαθοεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός, κακο εργός] … Dictionary of Greek
ομοεργός — ὁμοεργός, όν (Μ) αυτός που εκτελεί τις ίδιες ενέργειες με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + εργός (< ἔργον), πρβλ. κακο εργός] … Dictionary of Greek
κακοεργέτις — κακοεργέτις, ἡ (Α) αυτή που κάνει το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. ενός αμάρτ. *κακοεργέτης (πρβλ. κακεργέτης) < κακο εργός (< κακ(ο) * + ἔργον), πρβλ. ευ εργέτης] … Dictionary of Greek
καλοεργέτις — καλοεργέτις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που κάνει το καλό («καλοεργέτις ψυχή», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργέτις (θηλ. τού εργετης < εργός < ἔργον), πρβλ. ευ εργέτις, κακο εργέτις] … Dictionary of Greek