-
1 κακοφρασμων
-
2 κακοφράσμων
A = κακοφραδής, prob. in Theoc.4.22; v. -Χράσμων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοφράσμων
-
3 κακο-χράσμων
κακο-χράσμων, ον, Theocr. 5, 22, l. d., entw. von χρῆμα, schlecht bemittelt, arm, od. nach den Schol. von χρῆσϑαι, mit dem schwer umzugehen ist; Mein. κακοφράσμων, Ahrens κακοσχάμων.
-
4 κακοχρήσμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοχρήσμων
См. также в других словарях:
κακοφράδμων — και κακοφράσμων, ον (Α) (ποιητ. λ.) κακοφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φράδμων (< φράδμων < φράζω), πρβλ. πολυ φράδμων] … Dictionary of Greek