-
1 κακοφραδης
-
2 κακοφραδής
κακοφραδήςbad in counsel: masc /fem nom sg -
3 κακοφραδής
A bad in counsel, foolish,Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές Il.23.483
, cf. A.R.3.936: neut., κακοφραδές, as Adv., foolishly, Euph.98.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοφραδής
-
4 κακοφραδής
κακο - φραδής, ές ( φράζομαι): illjudging, perverse, Il. 23.483†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κακοφραδής
-
5 κακοφραδής
κακο-φραδής, ές, Schlechtes sinnend, vorhabend -
6 κακοφραδές
κακοφραδήςbad in counsel: masc /fem voc sgκακοφραδήςbad in counsel: neut nom /voc /acc sg -
7 κακοφραδέες
κακοφραδήςbad in counsel: masc /fem nom /voc pl (epic ionic) -
8 κακοφραδέων
κακοφραδήςbad in counsel: masc /fem /neut gen pl (epic doric ionic aeolic) -
9 κακο-φράδμων
κακο-φράδμων, ον, = κακοφραδής, VLL.
-
10 κακοφρασμων
-
11 κακοφράσμων
A = κακοφραδής, prob. in Theoc.4.22; v. -Χράσμων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοφράσμων
См. также в других словарях:
κακοφραδής — κακοφραδής, ές (Α) (ποιητ. λ.) 1. αυτός που διανοείται να διαπράξει κακά πράγματα, κακόβουλος («Αἶαν, νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) κακοφραδές ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φραδής (< φράζω), πρβλ. ολιγο φραδής] … Dictionary of Greek
κακοφραδής — bad in counsel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφραδές — κακοφραδής bad in counsel masc/fem voc sg κακοφραδής bad in counsel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφραδέες — κακοφραδής bad in counsel masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφραδέων — κακοφραδής bad in counsel masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοφράδμων — και κακοφράσμων, ον (Α) (ποιητ. λ.) κακοφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φράδμων (< φράδμων < φράζω), πρβλ. πολυ φράδμων] … Dictionary of Greek
κακοφραδία — κακοφραδία, ιων. τ. κακοφραδίη, ἡ (Α) [κακοφραδής] (ποιητ. λ.) κακή σκέψη, ανοησία, μωρία, άνοια … Dictionary of Greek
κακόφραστος — κακόφραστος, ον (Α) (σχόλ.) κακοφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φραστος (< φράζω), πρβλ. πολύ φραστος] … Dictionary of Greek