-
1 κακοποιόν
κακοποιόςdoing ill: masc /fem acc sgκακοποιόςdoing ill: neut nom /voc /acc sg -
2 δολοφραδής
1 with treacherous thoughtsπάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος N. 8.33
-
3 κακοποιός
1 maleficent, mischievousπάρφασις, αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος N. 8.33
-
4 ὄνειδος
1 reproach, disgraceγνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.89
πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος N. 8.33
-
5 πάρφασις
1 misrepresentationἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι, αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος N. 8.32
-
6 ἀήσυλος
Grammatical information: adj.Meaning: Ε 876 ἀήσυλα ἔργα (hapax).Other forms: αἰήσυλον ἄνομον, κακοποιόν H.Origin: XX [etym. unknown] PGX [probably a word of Pre-Greek origin] [probably a word of Pre-Greek origin]Etymology: One proposes alteration of αἴσυλος `unseemly, evil' ( αἴσυλα ῥέζειν Ε 403 etc.) (after ἄημι?, ἀήσυρος?). Otherwise Bechtel Lex., Brugmann Sächs. Ber. 1901, 94. Fraenkel Gl. 34, 1955, 307ff proposes *α(Ϝ)ισσυλα, from ἶσος; very doubtful. Fur. 253 points to the gloss with αι-, which implies a substr. word (he connects ἄητος, which may have a variant αἴητος).Page in Frisk: 1,27Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀήσυλος
См. также в других словарях:
κακοποιόν — κακοποιός doing ill masc/fem acc sg κακοποιός doing ill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιός — ά, ό (AM κακοποιός, όν) 1. αυτός που κάνει το κακό, που εκτελεί κακές πράξεις, βλαβερός (α. «κακοποιό στοιχείο» β. «κακοποιὸν ὄνειδος», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο κακοποιός κακούργος, εγκληματίας μσν. 1. ανήθικος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοποιόν… … Dictionary of Greek
ЗЛО — [греч. ἡ κακία, τὸ κακόν, πονηρός, τὸ αἰσχρόν, τὸ φαῦλον; лат. malum], характеристика падшего мира, связанная со способностью разумных существ, одаренных свободой воли, уклоняться от Бога; онтологическая и моральная категория, противоположность… … Православная энциклопедия