-
1 κακοεργια
-
2 κακοεργία
κᾱκοεργί̱ᾱ, κακουργίαwickedness: fem nom /voc /acc dual (epic)κᾱκοεργί̱ᾱ, κακουργίαwickedness: fem nom /voc sg (attic epic doric aeolic)——————κᾱκοεργί̱ᾱͅ, κακουργίαwickedness: fem dat sg (attic epic doric aeolic) -
3 κακοεργίᾳ
Βλ. λ. κακοεργία -
4 κακοεργία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοεργία
-
5 κακοεργία
κακο-εργία, ἡ, das Schlechthandeln, die böse Tat -
6 εὐ-εργεσία
εὐ-εργεσία, ἡ, das Rechtthun, Guthandeln, Od. 22, 374, im Ggstz der κακοεργία; bes. Wohlthätigkeit, εὐεργεσίας ἀποτίνειν, die Wohlthat vergelten, 22, 235; Hes. Th. 503; Her. 3, 47; τῆς πόλεως, gegen den Staat, Plat. Legg. VIII, 850 b; καὶ ὠφέλειαι Gorg. 522 b; κείσεταί σοι εὐεργ. ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς ἀεὶ ἀνάγραπτος Thuc. 1, 129, vgl. 137; καταϑέσϑαι 128, wie Dem. 15, 11 u. Folgde; – ψηφίζεσϑαί τινι εὐεργεσίαν, Einem den Ehrentitel eines Wohlthäters zuerkennen, neben προξενίαν, ἀτέλειαν, Dem. 20, 60; so Xen. Hell. 1, 1, 26 εὐεργεσία τε καὶ πολιτεία Συρακουσίοις ἐν Ἀντάνδρῳ ἐστίν, u. oft in Inscr., z. B. 84. 91.
-
7 κακουργία
A wickedness, villainy, malice,ὡς κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ ἀμείνων Od.22.374
, cf. Th.1.37, etc.; of a horse, vice, X.Eq.Mag. 1.15: in pl., malpractices,τὰ κιβδηλεύματά τε καὶ κ. τῶν πωλούντων Pl.Lg. 917e
:κ. καὶ ἀπάται καὶ δολώσεις X.Cyr.1.6.28
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακουργία
-
8 εὐεργεσία
εὐ-εργεσία, ἡ, das Rechttun, Guthandeln, im Ggstz der κακοεργία; bes. Wohltätigkeit, εὐεργεσίας ἀποτίνειν, die Wohltat vergelten; τῆς πόλεως, gegen den Staat; ψηφίζεσϑαί τινι εὐεργεσίαν, einem den Ehrentitel eines Wohltäters zuerkennen
См. также в других словарях:
κακοεργία — κακοεργία, ἡ (Α) βλ. κακουργία … Dictionary of Greek
κακοεργία — κᾱκοεργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc/acc dual (epic) κᾱκοεργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοεργίᾳ — κᾱκοεργί̱ᾱͅ , κακουργία wickedness fem dat sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουργία — η (AM κακουργία, Α επικ. τ. κακοεργία, δ. αττ. τ. κακοεργία) [κακούργος] το να κάνει κάποιος το κακό, το να προκαλεί βλάβη («ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῆ ἐπετήδευσαν», Θουκ.) νεοελλ. σκληρή και απάνθρωπη πράξη, κακούργημα μσν. αρχ. πληθ. αἱ… … Dictionary of Greek