-
1 κακο-δαιμονία
κακο-δαιμονία, ἡ, 1) das Besessensein von einem bösen Dämon, die Raserei; Ar. Plut. 501; οὐκ ἂν πολλὴ ἀμαϑία εἴη καὶ κακοδαιμονία τοῖς ἐπ' ὠφελείᾳ πεποιημένοις ἐπὶ βλάβῃ χρῆσϑαι Xen. Mem. 2, 3, 19; vgl. Dem. 2, 20. – 2) das Unglücklichsein, das Unglück; Ggstz εὐδαιμονία Antiph. 5, 79; Xen. Mem. 1, 6, 3 u. Sp., wie Plut. adv. Stoic. 19.
-
2 κακοδαιμονία
κακο-δαιμονία, ἡ, (1) das Besessensein von einem bösen Dämon, die Raserei. (2) das Unglücklichsein, das Unglück
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
αγερικά ή αερικά ή ανεμικά — Έτσι ονομάζονται από τους νεότερους Έλληνες τα πνεύματα, τα δαιμόνια εκείνα, που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες κατοικούν στον αέρα. Η μορφή και οι ιδιότητες των α. δεν είναι με σαφήνεια καθορισμένες. Άλλοτε ταυτίζονται με τα ξωτικά, άλλοτε… … Dictionary of Greek
πονηρός — ή, ό / πονηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρός ο διάβολος, ο σατανάς 3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν) πονηρία, κακό 4. φρ. «πονηρά… … Dictionary of Greek
Ιησούς Χριστός — Γιος του Θεού, που στάλθηκε στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από το προπατορικό αμάρτημα και να τους δείξει τον δρόμο των ουρανών. Η πρώτη λέξη του ονόματος είναι εβραϊκή και σημαίνει «Ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία»· η δεύτερη, ελληνική, σημαίνει … Dictionary of Greek