Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κακές

  • 1 Οι κακές ειδήσεις είναι ταχύτερες των καλών

    Τα καλά μαντάτα βαδίζουν, τα κακά τρέχουν
    – Οι κακές ειδήσεις είναι ταχύτερες των καλών
    Дурные вести бегут, хорошие плетутся, прихрамывая
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Οι κακές ειδήσεις είναι ταχύτερες των καλών

  • 2 αποβάλλω

    (αόρ. απόβαλα и απέβαλον) 1. μετ.
    1) сбрасывать; отбрасывать;

    αποβάλλω, τα ενδύματα — сбрасывать одежду;

    2) перен. отбрасывать (что-л.); избавляться (от чего-л.);

    αποβάλλω τίς κακές συνήθειες — расстаться с дурными привычками;

    3) отчислять, исключать;
    увольнять; изгонять; 4) перен. оставлять, терять (надежду и т. п.); § απέβαλε πάντα χαλινόν он совсем распоясался; 2. αμετ. выкинуть, родить раньше времени

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αποβάλλω

  • 3 αποκτώ

    (α) μετ. прям., перен. приобретать, становиться обладателем, достигать (чего-л.);

    αποκτώ θέση στην κοινωνία — достигнуть положения в обществе;

    απέκτησε φήμη (την εκτίμηση) он завоевал известность (уважение);
    απέκτησε κακές συνήθειες он приобрёл дурные привычки; δεν απόκτησαν παιδιά у них не было детей; § απόκτησε он разбогател

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αποκτώ

  • 4 γλώσσα

    I η
    1) анат. язык;

    γλώσσα άσπρη — или γλώσσα με επίχρισμα — обложенный язык;

    δείχνω τη γλώσσαпоказывать язык (врачу);

    βγάζω ενός τη γλώσσα μου — показывать кому-л. язык (из озорства);

    2) язык, речь;

    μητρική γλώσσα — родной язык;

    ξένη γλώσσα — иностранный язык;

    ζωντανή (νεκρή) γλώσσα — живой (мёртвый) язык;

    λογοτεχνική γλώσσα — литературный язык;

    γλώσσα γραφομένη — письменная речь;

    ομιλούμενη γλώσσαразговорный язык (в противоположность письменному языку);

    απλή γλώσσα — простонародный язык, просторечие;

    ιδιωματική γλώσσα — диалект;

    αδελφές γλώσσες — родственные языки;

    δημοτική (γλώσσ) — димотика;

    μαλλιαρή γλώσσα — крайняя димотика;

    (γλώσσ) καθαρεύουσα — кафаревуса;

    μικτή ( — или καθομιλουμένη) γλώσσα — смесь кафаревусы и димотики;

    ομιλώ δυό γλώσσες — разговаривать на двух языках;

    3) перен. язык, язычок;

    γλώσσα υποδημάτων — язычок ботинок;

    γλώσσα πνευστού μουσικού οργάνου — язычок духового музыкального инструмента;

    γλώσσα νήζ — коса (шиш);

    γλώσσες πυρός ( — или φωτιάς) — языки пламени;

    γλώσσα καμπάνας — язык колокола;

    γλώσσα της ζυγαριάς — стрелки весов;

    § κακιά ( — или κακή) γλώσσα — злой язык;

    όπως λένε οι κακές γλώσσες... — злые языки говорят...;

    γλώσσα σπαθί — острый язык;

    έχει μακριά τη γλώσσα — или έχει μιά σπιθαμή ( — или μιά οργυιά) γλώσσα — или δεν κρατά τη γλώσσα του ( — или βγάζει γλώσσ) — у него длинный язык;

    γλώσσα ροδάνι — или γλώσσ (πού κόβει) ψαλίδι — а) болтун; — б) язык хорошо подвешен;

    πάει η γλώσσ μου ροδάνι — быть бойким на язык;

    έχει ακονισμένη τη γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;

    η γλώσσα του στάζει φαρμάκι — его язык источает яд, у него очень злой язык;

    η γλώσσα του στάζει μέλι — слушать его одно удовольствие;

    του δέθηκε η γλώσσα — или κατάπιε τη γλώσσα του — он будто язык проглотил, у него отнялся язык;

    λύνω τη γλώσσα κάποιου — заставить кого-л. говорить, развязывать кому-л. язык;

    του λύθηκε η γλώσσα — у него развязался язык;

    μάλλιασε ( — или εβγαλε μαλλιά) η γλώσσα μου — устал уговаривать, убеждать;

    με τρώει η γλώσσα μου — у меня язык чешется;

    ακονίζω τη γλώσσα μου — точить язык (на кого-л.);

    δεν είμαι κύριος της γλώσσας μου — быть невоздержанным на язык;

    δαγκώνω τη γλώσσα μου — прикусить язык;

    δάγκασε τη γλώσσα σου! — или πού να φας τη γλώσσα σου — типун тебе на язык!, чтоб язык у тебя отсох!;

    μου βγαίνει η γλώσσα (μιά σπιθαμή) — язык на плечо, сильно устать;

    με τη γλώσσα εξω — высунув язык;

    μάζεψε ( — или δέσ) τη γλώσσα σου! — придержи язык!;

    γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει — посл, язык мягок, а кости ломает; — язык — опасное оружие;

    μη προτρεχέτω η γλώσσα της διανοίας — погов, семь раз языком поверни, а потом скажи;

    λανθάνουσα η γλώσσ την αλήθεια λέει — или αμαρτάνουσα η γλώσσα τ' αληθή λέγει — погов. язык мой — враг мой

    γλώσσα2
    II η зоол, глосса, косорот, морской язык (рыба)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γλώσσα

  • 5 εκδήλωση

    [-ις (-εως)] η
    1) проявление, обнаруживание, выражение (чувств, мыслей); 2) проявление, вспышка (чего-л. скрыто назревавшегокризиса и т. п.); 3) массовое выступление, манифестация; 4) признаки, симптомы (болезни); 5) действие, поступок; проявление (каких-л. черт); είχε ορισμένες;

    κακές εκδήλώσεις — у него были отдельные дурные поступки (или проявления)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκδήλωση

  • 6 κακός

    η и ιά, ό[ν]
    1) плохой, дурной, скверный (в рази, знач);

    κακή τροφή — плохое питание;

    κακός καιρός — скверная погода;

    κακός μαθητής — плохой ученик;

    κακή συνήθεια — плохая, вредная привычка;

    κακή μοίρα — злая судьба;

    κακή χρονιά — тяжёлый, трудный год;

    κακή ώρα — злая година, недобрый час;

    είναι κακό πράγμα να... — нехорошо...;

    2) злой; злобный;

    κακό σκυλί — злая собака;

    3) зловещий, предвещающий недоброе;

    κακός οιωνός — дурное предзнаменование;

    κακο σημάδι — зловещий признак; — дурная примета;

    κακή αρρώστ(ε)ια — опасная, смертельная болезнь;

    § κακό μάη — дурной глаз;

    κακός λόγος — оскорбление; — ругательство;

    κακά λόγια — сквернословие;

    κακή γλώσσα — грязный язык;

    κακές γλώσσες — злые языки;

    κακό σπυρί — сибирская язва;

    τον κακό σου (τον καιρό)! — или κακό χρόνο *ς! — будь проклят!;

    κακήν κακως — грубо, бесцеремонно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κακός

  • 7 Τα καλά μαντάτα βαδίζουν, τα κακά τρέχουν

    Τα καλά μαντάτα βαδίζουν, τα κακά τρέχουν
    – Οι κακές ειδήσεις είναι ταχύτερες των καλών
    Дурные вести бегут, хорошие плетутся, прихрамывая
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τα καλά μαντάτα βαδίζουν, τα κακά τρέχουν

См. также в других словарях:

  • γερονταφήνω — 1. αφήνω, όταν γεράσω, κακές νεανικές έξεις 2. παροιμ. «όπου μικρομάθει (ή κοπελομάθει), δεν γερονταφήνει» όποιος αποκτήσει κακές συνήθειες στα νιάτα του δεν τις αποβάλλει στα γεράματα του …   Dictionary of Greek

  • κακοήθεια — η (Α κακοήθεια, ιων. τ. κακοηθίη) [κακοήθης] 1. η ιδιότητα τού κακοήθους, τού μοχθηρού, η φαυλότητα, η αισχρότητα («μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας» ΚΔ) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) το δυσίατο ή ανίατο («κακοήθεια τῆς νόσου»,… …   Dictionary of Greek

  • κακομαθαίνω — 1. μαθαίνω κάτι κακώς, ατελώς 2. αποκτώ κακή συνήθεια, κακοσυνηθίζω 3. κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες («μην κακομαθαίνεις τα παιδιά») 4. (μτχ. μέσ. παρακμ.) κακομαθημένος, η, ο α) αυτός που έχει πάρει κακή ανατροφή, που έχει αποκτήσει… …   Dictionary of Greek

  • κακοσυνηθίζω — 1. (αμτβ.) αποκτώ κακές συνήθειες, κακομαθαίνω 2. (μτβ.) κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κακοσυνηθίζω — ισα, κακοσυνηθισμένος 1. αμτβ., κακομαθαίνω, αποκτώ κακές συνήθειες: Κακοσυνήθισε στο ξενύχτι και δεν μπορεί να κοιμηθεί εύκολα. 2. μτβ., κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες: Τον κακοσυνήθισες με το μεγάλο χαρτζιλίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • αηδής — ές (Α ἀηδής) 1. όχι ευχάριστος, δυσάρεστος 2. αυτός που έχει άσχημη γεύση, αηδιαστικός, άνοστος, σιχαμερός 3. (για πρόσωπα) αντιπαθητικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός, απεχθής, φορτικός αρχ. 1. επίρρ. ἀηδῶς α) δυσάρεστα β) χωρίς ευχαρίστηση, απρόθυμα …   Dictionary of Greek

  • ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… …   Dictionary of Greek

  • αφήνω — και αφίνω Ι. (μτβ.) 1. παύω να κρατώ κάτι 2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου 3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ 4. αποχωρίζομαι κάποιον 5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου 6. σταματώ, παύω 7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες 8. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»