-
21 καιρός
{сущ., 87}время, срок.Синонимы: 5550 ( χρόνος).Ссылки: Мф. 8:29; 11:25; 12:1; 13:30; 14:1; 16:3; 21:34, 41; 24:45; 26:18; Мк. 1:15; 10:30; 11:13; 12:2; 13:33; Лк. 1:20; 4:13; 8:13; 12:42, 56; 13:1; 18:30; 19:44; 20:10; 21:8, 24, 36; Ин. 5:4; 7:6, 8; Деян. 1:7; 3:19; 7:20; 12:1; 13:11; 14:17; 17:26; 19:23; 24:25; Рим. 3:26; 5:6; 8:18; 9:9; 11:5; 12:11; 13:11; 1Кор. 4:5; 7:5, 29; 2Кор. 6:2; 8:14; Гал. 4:10; 6:9, 10; Еф. 1:10; 2:12; 5:16; 6:18; Кол. 4:5; 1Фес. 2:17; 5:1; 2Фес. 2:6; 1Тим. 2:6; 4:1; 6:15; 2Тим. 3:1; 4:3, 6; Тит. 1:3; Евр. 9:9, 10; 11:11, 15; 1Пет. 1:5, 11; 4:17; 5:6; Откр. 1:3; 11:18; 12:12, 14; 22:10. LXX: 6256 (תעֵ), 4150 (דעֵוֹמ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καιρός
-
22 καιρὸς
времяВремя срок καιρόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καιρὸς
-
23 καιρός
Времясрок καιρὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καιρός
-
24 καιρός
время, срок; син. χρόνος; LXX: (עת), (מוֹעד).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καιρός
-
25 καιρός
удобное время, удобный момент
- ἐν καιρῷ -
26 καιρός
[кэрос] ουσ α время, погода. -
27 καιρός
temps -
28 καιρός
1) chwila (f) rzecz.2) czas (m) rzecz.3) pogoda (f) rzecz.4) pora (f) rzecz. -
29 καιρός
1) čas2) chvíle3) doba4) počasí -
30 καιρός
1) time2) weatherΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καιρός
-
31 Καιρός παντί πράγματι
– Κάθε πράγμα στον καιρό του και αβγά κόκκινα το Πάσχα• Всякому овощу свое время• Всему свое время• Дорога ложка к обеду, а красное яичко во Христов деньИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Καιρός παντί πράγματι
-
32 εὔ-καιρος
εὔ-καιρος, zurrechten Zeit, passend, χὤτι σοι λέγειν εὔκαιρόν ἐστι Soph. O. C. 32, u. öfter bei Sp., wie καιρὸς εὔκαιρος, die gelegene Zeit, Hdn. 1, 9, 6. Vom Orte, geeignet, εὐκαιρότατος τόπος, Pol. 4, 38, 1 u. öfter; D. gic. 1, 63 u. a. Sp.; – auch = reich, Pol. 13, 9, 1. – Häufiger adv. εὐκαίρως, von der Zeit, Arist. H. A. 7, 1 u. Sp.; τῇ μεγαλογνωμοσύνῃ ὡς εὐκαίρως ἐχρῆτο Xen. Ages. 8, 3; εἰς ὅ τι ἂν εὐκαιρότερον ἀναλί. σκοιτε χρήματα Plat. Phaedr. 78 a; ε ὐκαιρότατα ἐπελάβοντο τῶν ἀνδρῶν Pol. 5, 63, 13, der οὐκ εὐκαίρως ἔχειν auch für "keine Zeit haben" braucht, 5, 26, 10; πρός τι, Plut. gen. Socr. 1; – ἔτυχε τοῦ πρώτου μάλα εὐκαίρως, = καιρίως, gut treffen, Ael. V. H. 13, 1.
-
33 πρός-καιρος
πρός-καιρος, 1) zur rechten Zeit, paßlich, glücklich angebracht, Plut. Pelop. 15. – 2) eine Zeitlang, nur eine Zeitlang dauernd, καὶ ἄλλοτ' ἄλλοι, Strab. 7, 3, 11; S. Emp. adv. phys. 1, 62; ϑόρυβοι, Luc. Dem. enc. 31; Ggstz ἀϑάνατος, zeitlich, vergänglich, N. T. u. K. S.
-
34 παρά-καιρος
παρά-καιρος, = Vorigem, Luc. Nigr. 31 (richtiger παρὰ καιρόν); nach B. A. 112, 26 = ἄκαιρος, aus Epicharm. καὶ μάταιος τρυφή, Ath. XII, 514 d. – Adv. zur Unzeit, πλοῦτον ἀγαπᾶν, Isocr. 1, 9.
-
35 σύγ-καιρος
σύγ-καιρος, zur Zeit passend, zeitgemäß, übh. angemessen, bequem, Alcilphr. 3, 16; Suid.
-
36 ὀλιγό-καιρος
ὀλιγό-καιρος, kurze Gelegenheit, schnell vorübergehende Zeit zum Wirken habend, ἰητρική, Hippocr.
-
37 ἄ-καιρος
ἄ-καιρος, nicht zur gelegenen Zeit, ungelegen, unzeitig, προϑυμία Thuc. 5, 65; dem ἐς καιρόν entgegengesetzt, Eur. Hel. 1081; ἐς ἄκαιρα πονεῖν, zur Unzeit, umsonst, sich anstrengen, Theogn. 899; οὐκ ἄκαιρα λέγειν Aesch. Prom. 1038, passendes sagen; dem σύμμετρος entgegengesetzt, Isocr. 12, 86; ἡδοναί Xen. Cyneg. 12, 15; – activ., γνώμα ἄκαιρος ὄλβου, nicht Maaß haltend im Glück, Eur. I. T. 420. – Lästig, zudringlich, Theophr. Char. 12; ineptus, Plut. sol. an. 12. – Adv. ἀκαίρως, dem δικαίως entggstzt, Aesch. Ag. 782.
-
38 ἐπί-καιρος
ἐπί-καιρος, zur rechten Zeit, am rechten Orte, gelegen; ἐπικαιρότατος ἰατήρ Pind. P. 4, 270; ἃ μἡ' πίκαιρα μηδὲ συμφέροντα Soph. O. R. 875; τρίποδ' ἀμφίπ υρον λουτρῶν ὁσίων ϑέσϑ' ἐπίκαιρον, zum Bade tauglich, Ai. 1385; τὸ μὲν ἐπικαιρότατον χωρίον πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσϑαι Thuc. 1, 68; νίκη 8, 106; φυλακαί Xen. Mem. 3, 6, 10; τὰ ἐπίκαιρα φυλάσσοντες Hier. 10, 5; τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων Dem. 18, 27; Folgde. – Auch wie ἐπικαίριος, leicht verwundbar, gefährlich, von Theilen des Körpers, Hippocr.; Arist. gener. an. 4, 1 part. an. 4, 2; auch ἕλκος, Hippocr. – Zeitlich, vorübergehend, Ggstz ἀΐδιος, Stob. fl. 5, 112; ζημία u. ä., Clem. Al. – Adv., Sp.
-
39 ὑπέρ-καιρος
ὑπέρ-καιρος, überzeitig, reif, Ath. XIV, 613.
-
40 ἔγ-καιρος
См. также в других словарях:
Καιρός — (kairos) (греч.) надлежащая мера; благоприятный момент; удача; выгода. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
Καιρός — due measure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρός — due measure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καῖρος — row of thrums masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
καίρος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
καιρός — ο 1. ο κατάλληλος χρόνος: Τώρα είναι καιρός για φευγάλα. 2. η κατάλληλη εποχή, ο χρόνος που ωριμάζουν τα προϊόντα: Τα αχλάδια είναι στον καιρό τους. 3. χρονική περίοδος, κατά την οποία συμβαίνει ή συνέβη κάποιο σημαντικό γεγονός. 4. μετεωρολογικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρύσον τὸ πῦρ. — См. Друг познается в несчастии … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καίρω — καῖρος row of thrums masc nom/voc/acc dual καῖρος row of thrums masc gen sg (doric aeolic) καιρόω row of thrums pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καιρόω row of thrums imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καιροῖν — Καιρός due measure masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιροῖν — καιρός due measure masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)