-
1 καθ-ό
-
2 καθ΄
καθ΄καθ΄ ἡδονήν Aesch. = κατὰ ἡδονήν
-
3 καθ΄...
καθ΄...καθόλου, καθ΄Iὁλου adv. в целом(εἰπεῖν Plut.; γράφειν Polyb.)
τὸ κ. Diod. — вообще;οὐ κ. Dem. — вообще (совсем) не, нисколько (не);κ. μή NT. — отнюдь неIIadj. indecl. (все)общий(ζήτησις Plut.)
πρότασις ἢ κ. ἢ ἐν μέρει (sc. ἐστίν) Arst. — положение бывает или общим или частным;λέγω κ. τὸ παντὴ ἢ μηδενὴ ὑπάρχειν Arst. — общим я называю причастность всему ( в утвердительных положениях) или ничему ( в отрицательных положениях);ἥ τῶν κ. πραγμάτων σύνταξις Polyb. — всеобщая история;ἥ κ. ἀπόδειξις Arst. — общее доказательство -
4 καθ-ύω
καθ-ύω if, ὕω), beregnen, καϑύεσϑαι ὄμβροις St. B. v. Ὑηττός.
-
5 καθ-ώς
-
6 καθ-
= κατ- (перед придыхательной гласной в начале основного слова, кроме ион. форм) -
7 καθ'
καθά, καθάaccording as: indeclform (adverb)καθό, καθόin so far as: indeclform (adverb)κατά, κατάdownwards.indeclform (prep)——————ἆ̱τα, ἄατοςinsatiate: neut nom /voc /acc plἆ̱τε, ἄατοςinsatiate: masc /fem voc sgἄ̱τᾱͅ, ἄτηbewilderment: fem dat sg (doric aeolic)ἆ̱ται, ἄτηbewilderment: fem nom /voc plἄτα, ἆτοςinsatiate: neut nom /voc /acc plἄτε, ἆτοςinsatiate: masc /fem voc sgἐθά, ἐθάςaccustomed: masc /fem voc sg——————εἶτι, εἶμιibo: pres ind act 3rd sg (doric)εἶτα, εἶταthen: indeclform (adverb)εἶτε, εἰμίsum: pres opt act 2nd pl -
8 κἆθ'
Βλ. λ. καθ' -
9 κᾆθ'
Βλ. λ. καθ' -
10 κάθ'
κάτα, κάτοςfollowing: neut nom /voc /acc plκάτε, κάτοςfollowing: masc /fem voc sgκάτα, κατάdownwards.indeclform (prep) -
11 καθ΄
покаждый против за уΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καθ΄
-
12 καθ-όλου
καθ-όλου, d. i. καϑ' ὅλου, wie es auch z. B. Dem. 18, 77 Plat. Men. 77 a, l. d., u. sonst geschrieben wird, bes. seit Arist. gewöhnlich, im Ganzen, im Allgemeinen, Xen. de re equ. 8, 1; τὸ καϑόλου, Arist. Eth. 1, 6, 1, der ἡ καϑόλου ἀπόδειξις der κατὰ μέρος entggstzt, Analyt. prior. 1, 1, auch int Ggstz von καϑ' ἕκαστα es gebraucht u. oft vrbdt καϑόλου εἰπεῖν. Auch Pol., καϑόλου γράφειν τὰς πράξεις, Ggstz κατὰ μέρος, 3, 32, 8, öfter; ἡ καϑ. πραγμάτων σύνταξις, die allgemeine Weltgeschichte; ἡ καϑ. ζήτησις Plut. Pomp. 42; φονευομενον ἄνϑρωπον ἢ τὸ καϑόλο υ βίαιόν τι πάσχοντα D. Sic. 1, 77; a. Sp.
-
13 καθ-ύπερθε
καθ-ύπερθε, vor Vocalen καϑύπερϑεν, ion. κατύπερϑε, von oben her, von oben herab; δεινὸν δὲ λόφος καϑύπερϑεν ἔνευεν, der Helmbusch winkte von oben herab, Il. 3, 337; καϑύπερϑεν ἐπιῤῥέει 2, 754; Od. 12, 442 u. öfter; χλαίνας καϑύπερϑεν ἕσασϑαι Il. 24, 646, überzuziehen; πολλὰ δὲ καὶ καϑύπερϑε μελαϑρόφιν ἐξεκέχυντο Od. 8, 279. Bei geographischen Bestimmungen, Iliad. 24, 545 ὅσσον Λέσβος ἄνω ἐντὸς ἐέργει καὶ Φρυγίη καϑύπερϑε, καϑ. Χίου, Ὀρτυγίης καϑ., oberhalb Chios, d. i. nördlich davon, Od. 3, 170. 15, 404. Ggstz ὑπένερϑε, 10, 353. So auch Her., ὴ χώρη ἡ κατύπερϑε 4, 8, τὰ κατύπερϑε ϑηριώδης ἐστὶ ἡ Λιβύη 2, 32. – Uebertr., πολλῷ κατύπερϑε ἦν τῶν ἀντιστασιωτέων, er war überlegen, Her. 5, 69, κατ. τῷ πολέμῳ γενέσϑαι Τεγεητέων, die Oberhand gewinnen, besiegen, 1, 67; 8, 60; so auch Pind., μόχϑου καϑ. νεᾶνις, durch Mühsal unbesiegt, P. 9, 32; Soph. ζῴης μοι καϑύπερϑεν χειρὶ καὶ πλούτῳ τεῶν ἐχϑρῶν El. 1079; Sp.
-
14 καθ-εῖς
καθ-εῖς, d. i. καϑ' εἷς, auch εἷς καϑεῖς, Einer nach dem Andern, Mann für Mann, jeder einzeln, N. T., fehlerhafte Bildung für καϑ' ἕνα, nach ἓν καϑ' ἕν gebildet.
-
15 κάθ-αμμα
-
16 καθ-όσον
-
17 καθ-ότι
-
18 καθ-αυτό
-
19 καθ-αυτόν
καθ-αυτόν, d. i. καϑ' αὑτόν, besser getrennt geschrieben, für sich, besonders, einzeln.
-
20 καθ-εστηκότως
καθ-εστηκότως, adv. zum part. perf. von καϑίστημι, gesetzt, ruhig, ordentlich, μέσως καὶ καϑ. μάλιστα ἔχειν πρός τι Arist. pol. 8, 5.
См. также в других словарях:
καθ' έτος — καθ ἔτος (Α) αντί κατ ἔτος, με δάσυνση τού τ. πρβλ. εφέτος, δωδεχέτης κ.ά … Dictionary of Greek
καθ' — καθά , καθά according as indeclform (adverb) καθό , καθό in so far as indeclform (adverb) κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆθ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆθ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… … Православная энциклопедия
ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… … Православная энциклопедия
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Locrian Greek — (Locrian dialect, Greek: Λοκρική διάλεκτος) is one of the ancient Greek dialects, which was spoken by the Locrians in Locris, Central Greece. It is classified as a dialect of Doric Northwest Greek. The Locrians were divided into two, the Ozolian… … Wikipedia
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek