-
81 καθ-υμνέω
καθ-υμνέω, besingen; Cleanth. 6; αὐτῶν τὰς ἀνδραγαϑίας D. Sic. 11, 11; a. Sp.
-
82 καθ-υλακτέω
καθ-υλακτέω, anbellen; καϑυλάκτει πολλάκις μεταστρεφόμενος εἰς τὸν Πύῤῥον Plut. sol. anim. 13; τινός, Sp.; auch übertr.
-
83 καθ-υλο-μανέω
καθ-υλο-μανέω, zu üppig in's Holz schießen, Clem. Al. u. a. Sp.
-
84 καθ-υλίζω
-
85 καθ-ωπλισμένως
καθ-ωπλισμένως, gerüstet, Schol. Ar. Plut. 325.
-
86 καθ-ωρισμένως
καθ-ωρισμένως, bestimmt, Clem. Al.
-
87 καθ-ωραΐζομαι
καθ-ωραΐζομαι, VLL. σεμνύνομαι, s. simpl.
-
88 καθ-όπλισις
καθ-όπλισις, ἡ, Bewaffnung, Ausrüstung; Xen. Cyr. 8, 5, 11; Pol. 6, 23, 14.
-
89 καθ-όρμιον
καθ-όρμιον, τό, = ὅρμ ος, Halsband, LXX.
-
90 καθ-ύπνωσις
καθ-ύπνωσις, ἡ, das Einschlafen, Arist. probl. 11, 17.
-
91 καθ-ύπνιος
καθ-ύπνιος, im Schlafe, καϑύπνια παραπταίσματα, Täuschungen der Träume, Oenom. bei Euseb. pr. ev. 5, 25.
-
92 καθ-ύφ-εσις
καθ-ύφ-εσις, ἡ, Fahrlässigkeit, Nachlässigkeit, Eust.; bes. auch von den Sachwaltern, praevaricatio, Poll. 8, 143.
-
93 καθ-απτικός
καθ-απτικός, ή, όν, angreifend, λόγοι, Scheltreden.
-
94 καθ-απλόω
καθ-απλόω, entfalten, ausbreiten, pass., Aristaen. 2, 4.
-
95 καθ-αρπάζω
καθ-αρπάζω (f, ἁρπάζω), herunterreißen, herausreißen; ἐκ δεξιᾶς ξίφη Eur. Andr. 814, κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων 1123, wie τὰς ἀσπίδας Ar. Equ. 857, wo Bekker κατασπάσαντες lies't; plündern, rauben, Strab. XVI, 761.
-
96 καθ-αρμόζω
καθ-αρμόζω, daranfügen, anpassen; βρόχον δέρᾳ Eur. Hipp. 771; pass., πλῆκτρα ἐπὶ ζυγοῖς καϑήρμοστο Rhes. 767.
-
97 καθ-αυαίνω
καθ-αυαίνω, att. = καταυαίνω.
-
98 καθ-ιππεύω
καθ-ιππεύω, bereiten, darüber hinreiten, τὰ πεδία D. Hal. 3, 26; von Fischen, κῠμα καϑιππεύουσιν Opp. Hal. 2, 515; bes. um zu plündern, Hdn. 6, 2, 14; wie καϑιππάζομαι, überwältigen, εἰ καϑιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν Eur. Phoen. 739. – Pass. von Flüssen, ἐν πεδίου σχήματι καϑιππεύονται, wenn sie gefroren sind, reitet man auf ihnen, wie auf dem Lande, Hdn. 6, 7, 15.
-
99 καθ-ιππο-τροφέω
καθ-ιππο-τροφέω, durch Pferdehalten durchbringen, καϑιπποτρόφηκας Isae. 5, 43.
-
100 καθ-ιππο-κρατέω
καθ-ιππο-κρατέω, mit Pferden den Sieg davon tragen, Poll. 1, 164.
См. также в других словарях:
καθ' έτος — καθ ἔτος (Α) αντί κατ ἔτος, με δάσυνση τού τ. πρβλ. εφέτος, δωδεχέτης κ.ά … Dictionary of Greek
καθ' — καθά , καθά according as indeclform (adverb) καθό , καθό in so far as indeclform (adverb) κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆθ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆθ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… … Православная энциклопедия
ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… … Православная энциклопедия
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Locrian Greek — (Locrian dialect, Greek: Λοκρική διάλεκτος) is one of the ancient Greek dialects, which was spoken by the Locrians in Locris, Central Greece. It is classified as a dialect of Doric Northwest Greek. The Locrians were divided into two, the Ozolian… … Wikipedia
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek