Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καθᾰριότης

См. также в других словарях:

  • καθαριότης — cleanly fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρειότης — καθαριότης cleanly fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρειότησι — καθαριότης cleanly fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρειότητα — καθαριότης cleanly fem acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρειότητι — καθαριότης cleanly fem dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρειότητος — καθαριότης cleanly fem gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαριότητα — καθαριότης cleanly fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαριότητι — καθαριότης cleanly fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαριότητος — καθαριότης cleanly fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • чистота — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ἡ καθαριότης) чистота, опрятность; праведность; (ἡ… …   Словарь церковнославянского языка

  • ευζηλία — εὐζηλία, ἡ (Α) [εύζηλος] 1. η άμιλλα 2. η ορθότητα, η ωραιότητα στο συγγραφικό ή ρητορικό ύφος («ἡ ἐν τοῑς λόγοις εὐζηλία καὶ καθαριότης», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»