-
1 καθαριοτης
- ητος ἥ1) чистота, чистоплотность, опрятность Her., Xen., Plat.2) четкость, ясность(εὐρυθμία καὴ κ. Plut.)
διαφέρει ἥ ὄψις ἁφῆς καθαριότητι Arst. — зрение отличается от осязания (большей) четкостью3) благопристойность, безукоризненность(κ. καὴ φιλοφροσύνη Plut.)
-
2 καθαριότης
καθαριότης, ητος, ἡ, die Reinheit, Reinlichkeit, Sauberkeit; Plat. Epin. 984 a; κεκοσμημένη τὸ σῶμα καϑαριότητι Xen. Mem. 2, 1, 22; vgl. Arist. Eth. 10, 5; im Ggstz von τὸ πολυτελές Plut. Crass. 3, wie von αἱ δαπάναι Ath. XII, 542 c, vgl. καϑάρειος. – Vom Styl, καὶ εὐτέλεια Plut. Lyc. 21.
-
3 καθαριότης
καθαριότηςcleanly: fem nom sg -
4 καθαριότης
καθαριότης, ητος, ἡ, die Reinheit, Reinlichkeit, Sauberkeit -
5 καθαριότης
-ητος ἡ N 3 1-2-0-2-1=6 Ex 24,10; 2 Sm 22,21.25; Ps 17(18),21.25purity, clarity, brightness Ex 24,10καθαριότης τῶν χειρῶν purity of hands, cleanliness, innocence 2 Sm 22,21 Cf. WALTERS 1973 58.288; WEVERS 1990, 385 -
6 καθαρειότης
καθαριότηςcleanly: fem nom sg (ionic) -
7 καθαρειότησι
καθαριότηςcleanly: fem dat pl (ionic) -
8 καθαρειότητα
καθαριότηςcleanly: fem acc sg (ionic) -
9 καθαρειότητι
καθαριότηςcleanly: fem dat sg (ionic) -
10 καθαρειότητος
καθαριότηςcleanly: fem gen sg (ionic) -
11 καθαριότητα
καθαριότηςcleanly: fem acc sg -
12 καθαριότητι
καθαριότηςcleanly: fem dat sg -
13 καθαριότητος
καθαριότηςcleanly: fem gen sg -
14 καθαριον
-
15 καθαρειότης
καθαρειότης, ητος, ἡ, = καϑαριότης, Eust.
-
16 καθάριος
καθάριος, ον, reinlich, Reinlichkeit liebend u. bewahrend, sauber; ἀκολουϑίσκος Posid. bei Ath. XII, 550 a; περὶ τὸν βίον Arist. rhet. 2, 4; σκευασία Menand. bei Ath. XIV, 661; καϑάριοι ταῖς διαίταις D. Sic. 5, 33; vom Styl, Schol.; – τὸ καϑάριον, = καϑαριότης, Plut. Symp. 4, 1, 3. – Adv., z. B. καϑαρίως ἐγχέειν Xen. Cyr. 1, 3, 8 (so nach Poll. 6, 27, nicht καϑαρείως zu lesen); καϑαρίως κατόψεσϑαι, klar durchschauen, Pol. 6, 3, 4. Aber Strab. 3, 3, 6 μονοτροφοῦντες καϑαρίως καὶ λιτῶς erinnert an die unter καϑάρειος angeführten Stellen der com.
-
17 εὐζηλία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐζηλία
-
18 καθάρειος
A cleanly, neat, tidy,τοὺς καθαρείους περὶ ὄψιν, περὶ ἀμπεχόνην, περὶ ὅλον τὸν βίον Arist.Rh. 1381b1
: - ιώτατόν (v.l. -ειότατόν) ἐστιτὸ ζῷον (i.e. the bee) Id.HA 626a24;καθάρειοι ταῖς διαίταις D.S.5.33
( καθάριοι codd.); οἱ καθαρειότεροι decent, respectable men, Phld.Rh.2.150S., Hierocl. p.63A. (-ριώτ-, -ρώτ- codd., em. Meineke); of things,ἐὰν ἡ σκευασία καθάρ<ε>ιος ᾖ Men.Phasm.Fr.2
; καθαριώτερα (or - ειότερα)ὅπλα Plb. 11.9.5
; τὸ κ., daintiness, of food, Plu.2.663c; κ. ἄρτος white bread, Sammelb. 5730 (iv/v A.D., sg.), PMag.Lond.46.230 (pl.); βίος, δίαιτα καθάρειος, refined, Ath.3.74d, Carm.Aur.35; ( καθαρά codd.). Adv. - είως cleanly, tidily,ἐγχέουσιν X.Cyr.1.3.8
, cf. Posidon.15J., Dsc.1.44; neatly,κ. εἰργασμένος Ph.Bel.76.27
; clearly,ὑποδεῖξαι Plb.15.5.5
; also, frugally,μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως Eub.110.1
, Ephipp.15.3, Nicostr.6.2;ἔχειν καθαρ<ε>ίως ἐγχελύδιον Amphis35
;μονοτροφοῦντες καθαρίως καὶ λιτῶς Str.3.3.6
; irreproachably, ἀναστραφεὶς ἀνδρήως καὶ καθαρήως (sic) AJA17.31 (Sardes, i B.C.).II Gramm. of language, pure, correct, ὄνομα Sch.Ar.Ach. 244; οἱ κ. purists, Archig. ap. Gal.8.578. [- ειος is written in Phld.Rh. l.c. ([comp] Comp.), PSI3.158.50 ([comp] Comp., iii A.D.), Phld.D.3.8, PMag.Lond. l.c., and required by metre in Eub., Nicostr., Carm.Aur., Il.cc.: - ιος never.] - ειότης, later [full] καθᾰριότης, ητος, ἡ, cleanliness, neatness, Hdt.2.37, X.Mem.2.1.22; purity,διαφέρει ἡ ὄψις ἁφῆς καθαρειότητι Arist.EN 1176a1
, cf. 1177a26;τοῦ ἀέρος Thphr.Sens.48
; purity of language, Plu.Lyc.21, S.E. M.1.176.3 elegance, refinement, τῇ κ. Κυπρίους.. [ὑπερέβαλε] Duris 10J.; opp. περιεργία, Plu.2.693b, cf. 142a, Crass.3; opp. λιτότης, Hierocl. in CA17p.457M.; also, simplicity, frugality,τῆς διαίτης Plu.2.644c
; economy of movement in a surgeon's hand, ib.67e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθάρειος
-
19 Cleanliness
subs.P. καθαριότης, (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cleanliness
См. также в других словарях:
καθαριότης — cleanly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρειότης — καθαριότης cleanly fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρειότησι — καθαριότης cleanly fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρειότητα — καθαριότης cleanly fem acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρειότητι — καθαριότης cleanly fem dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρειότητος — καθαριότης cleanly fem gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαριότητα — καθαριότης cleanly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαριότητι — καθαριότης cleanly fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαριότητος — καθαριότης cleanly fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
чистота — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ἡ καθαριότης) чистота, опрятность; праведность; (ἡ… … Словарь церковнославянского языка
ευζηλία — εὐζηλία, ἡ (Α) [εύζηλος] 1. η άμιλλα 2. η ορθότητα, η ωραιότητα στο συγγραφικό ή ρητορικό ύφος («ἡ ἐν τοῑς λόγοις εὐζηλία καὶ καθαριότης», Πλούτ.) … Dictionary of Greek