Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καθαρειότης

См. также в других словарях:

  • καθαρειότης — καθαρειότης, ἡ (Α) βλ. καθαριότητα …   Dictionary of Greek

  • καθαρειότης — καθαριότης cleanly fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαριότητα — η (AM καθαριότης, Α και καθαρειότης) [καθάριος] 1. η ιδιότητα τού καθάριου, η πάστρα 2. παροιμ. «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» για να δηλωθεί πόσο σημαντικό είναι το να είναι κάποιος καθαρός αρχ. 1. διαύγεια («καθαρειότης του ἀέρος», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»