-
1 καθάρυλλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθάρυλλος
-
2 καθαρύλλως
καθάρυλλοςdainty: adverbialκαθάρυλλοςdainty: masc /fem acc pl (doric) -
3 καθαρύλλων
καθάρυλλοςdainty: masc /fem /neut gen pl -
4 καθαρός
Grammatical information: adj.Meaning: `clean, spotless, pure, unmixed, white (of bread, linnen)' (Il.); καθάρειος (- ιος) `pure, elegant' (Arist., Men., Plb.), adv. καθαρείως (X.), after ἀστεῖος; καθάρυλλος ( ἄρτος etc., Com.; cf. Leumann Glotta 32, 219 n. 3).Derivatives: καθαρότης `purity' (Hp., Pl.), καθαρ(ε)ιότης `purity, refinement' (Hdt.). - Denomin. verbs: 1. καθαίρω ( κοθ- Herakl.), often with prefix, e. g. ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐκ-, περι-, aor. καθῆραι (- ᾶραι) `purify' (Il.) with κάθαρσις (IA.), κόθ- (El.) `purification', καθαρμός `atonement' (Hdt., trag.), κάθαρμα, often in plur. `purification, refuse' (Att.); καθαρτής `purifyer, conciliater' (Hp., S.), - τήρ `id.' (Man., Plu.), - τήριος (D. H.); καθάρσιος (: καθαρτής, κάθαρσις, καθαρτός) `purifying' (Hdt., trag.), καθαρτικός `id.' (Hp., Pl.). - 2. καθαρίζω, also with prefix, ἀπο-, δια-, ἐκ-, περι-, `purify' (LXX) with καθαρισμός (LXX), καθάρισις (pap.) a. o. - 3. καθαρεύω `be pure' (Ar., Pl.) with καθάρευσις (H., EM); also καθαρι-εύω (Paus., gramm.). - 4. καθαρι-όω `purify' (LXX).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Solmsen KZ 37, 7A. thought that καθαρός was assimilated from κοθαρός; Schwyzer 344 thought that κοθαρός was Aeolic. - No etymology. Suggestions in Bq. Schwyzer 260 (to Lith. krečiù `shake'). Acc. to Debrunner in Ebert, Reallexikon 4, 2, 526 religious term of Pre-Greek origin The variation α\/ο proves Pre-Greek origin. (Fur. 391 connects ἀθαρής; doubtful..Page in Frisk: 1,752-753Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καθαρός
См. также в других словарях:
καθάρυλλος — καθάρυλλος, ον (Α) (κωμ. υποκορ. τού καθαρός) κάπως καθαρός, λίγο καθαρός, καθαρούτσικος. επίρρ... καθαρύλλως (Α) κάπως καθαρά, καθαρούτσικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + υποκορ. κατάλ. υλλος (πρβλ. άρκ υλλος, μάτρ υλλος)] … Dictionary of Greek
καθαρύλλως — καθάρυλλος dainty adverbial καθάρυλλος dainty masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρύλλων — καθάρυλλος dainty masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek