-
1 καθολικως
-
2 καθολικώς
-
3 καθολικῶς
-
4 καθ-ολικός
καθ-ολικός, ή, όν, das Ganze betreffend, allgemein, durchgängig, καὶ κοινὴ ἱστορία Pol. 8, 4, 11, öfter, von Arist. an gebräuchlich, im Ggstz von καϑέκαστα. Auch καϑολικώτεροι λόγοι im Ggstz von εἰδικοί, S. Emp. pyrrh. 2, 84. – Adv. καϑολικῶς, im Ggstz von κατὰ μέρος, Pol. 4, 1, 8 u. öfter; αἱ χῶραι καϑολικώτερον ϑεωρούμεναι 3, 37, 6; καϑολικώτερον ἀπεφήνατο S. Emp. pyrrh. 3, 205.
-
5 μερικός
II particular, individual, special, Aristipp. ap. D.L.2.87, Demetr.Lac.Herc.1055.16, Hero *Deff.136.11 ([comp] Comp.), Porph.Sent.22, Jul.Gal. 148c, etc.; μ. ψυχή, νοῦς, Procl.Inst. 109, cf. Dam.Pr. 397;μ. καὶ θνητὸν ζῷον Hierocl. in CA 24p.474M.
Adv. -κῶς Gal.16.411
, Porph.Sent.22, etc.; opp. καθολικῶς, A.D.Adv.123.1: [comp] Comp. - ώτερον ib.138.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μερικός
См. также в других словарях:
καθολικώς — (AM καθολικῶς) επίρρ. βλ. καθολικός … Dictionary of Greek
καθολικῶς — καθολικός general adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθολικός — ή, ό (AM καθολικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.) 2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς… … Dictionary of Greek
παννόητος — ον, Α (για τον Θεό) αυτός που νοείται από όλους, ο καθολικώς εννοούμενος, αυτός που ανήκει απολύτως στον νοητό κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + νοητός (< νοῶ), πρβλ. ευ νόητος] … Dictionary of Greek