-
1 καθιέρωσις
A dedication, Aeschin.3.46, D.H. 6.1, J.AJ19.7.5, Ph.2.234, Plu.Publ.15, BMus.Inscr.481*.21 (pl.), etc.: [dialect] Dor. [full] καθιάρωσις Schwyzer 203.9 (Crete, from Teos, iii/ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθιέρωσις
См. также в других словарях:
καθιέρωση — η (Α καθιέρωσις, δωρ. τ. και καθιάρωσις [καθιερώ] αφιέρωση, ανάθεση στο θείο, καθαγίαση, καθορισμός κάποιου πράγματος ως αγίου, ως ιερού νεοελλ. 1. η κοινή αναγνώριση κάποιου πράγματος ως νόμιμου και παραδεκτού, η επικράτηση, η επισημοποίηση («η… … Dictionary of Greek