Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καθιάρωσις

См. также в других словарях:

  • καθιέρωση — η (Α καθιέρωσις, δωρ. τ. και καθιάρωσις [καθιερώ] αφιέρωση, ανάθεση στο θείο, καθαγίαση, καθορισμός κάποιου πράγματος ως αγίου, ως ιερού νεοελλ. 1. η κοινή αναγνώριση κάποιου πράγματος ως νόμιμου και παραδεκτού, η επικράτηση, η επισημοποίηση («η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»