-
41 quell
[kwel]1) (to put an end to (a rebellion etc) by force.) καταστέλλω2) (to put an end to, or take away (a person's fears etc).) καθησυχάζω -
42 quiet
1. adjective1) (not making very much, or any, noise; without very much, or any, noise: Tell the children to be quiet; It's very quiet out in the country; a quiet person.) ήσυχος2) (free from worry, excitement etc: I live a very quiet life.) ήρεμος3) (without much movement or activity; not busy: We'll have a quiet afternoon watching television.) ήσυχος4) ((of colours) not bright.) διακριτικός2. noun(a state, atmosphere, period of time etc which is quiet: In the quiet of the night; All I want is peace and quiet.) γαλήνη3. verb((especially American: often with down) to quieten.) καθησυχάζω- quieten- quietly
- quietness
- keep quiet about
- on the quiet -
43 quieten
1) ((often with down) to make or become quiet: I expect you to quieten down when I come into the classroom.) καταλαγιάζω2) (to remove or lessen (a person's fears, doubts etc).) καθησυχάζω -
44 reassure
[riə'ʃuə](to take away the doubts or fears of: The woman was worried about the dangers of taking aspirins, but her doctor reassured her.) καθησυχάζω- reassuring
- reassuringly -
45 set someone's mind at rest
(to take away a person's worries about something.) καθησυχάζω -
46 унимать
[ουνιμάτ"] ρ. καθησυχάζω -
47 успокаиваться
[ουσπακάιβατσα]ρ. καθησυχάζω -
48 утихомиривать
[συτιχαμίριβατ*] ρ. καθησυχάζω -
49 утихомириваться
[ουτιχαμίριβατσα] ρ. καθησυχάζω -
50 унимать
[ουνιμάτ"] ρ καθησυχάζω -
51 успокаиваться
[ουσπακάιβατσα]ρ καθησυχάζω -
52 утихомиривать
[συτιχαμίριβατ'] ρ καθησυχάζω -
53 утихомириваться
[ουτιχαμίριβατσα] ρ καθησυχάζω -
54 бальзам
-а α.βάλσαμο, μπάλσαμο. || μτφ. ανακούφιση, παρηγοριά.εκφρ.пролить бальзам на что – παλ. καθησυχάζω, παρηγορώ. -
55 дать
дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, даноρ.σ.μ.1. δίνω• εγχειρίζω•дать деньги δίνω χρήματα•
дать книгу δίνω βιβλίο.
|| παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•помещение δίνω χώρο.
|| παραχωρώ•дать место δίνω τη θέση.
|| πληρώνω•сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;
2. απονέμω•дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.
|| μτφ. καθορίζω•дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).
|| επιφέρω, καταφέρω•он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.
|| χτυπώ, δέρνω, πλήττω•дать по рукам χτυπώ στα χέρια.
3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•дать обед δίνω γεύμα•
дать концерт δίνω συναυλία•
дать бал δίνω χορό.
4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.
|| φέρω, επιφέρω•дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.
5. εμφανίζω, παρουσιάζω•дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•
-течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•
дать осечку παθαίνω αφλογιστία•
дать осадок αφήνω κατακάθια.
6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•
дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•
дать позволение επιτρέπω•
дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•
дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•
дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•
дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•
дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.
|| μεταδίνω, κάνω•сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•
дать знак κάνω νεύμα.
|| χτυπώ, κρούω•дать звонок χτυπώ το κουδούνι.
7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•
он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.
8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.εκφρ.дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•дать вожжи ή поводок – κ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•дать свет – ανάβω το φως•дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.1. πιάνομαι•не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.
|| υποκύπτω, υποχωρώ.2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•
история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.
|| δίνομαι, αποκτιέμαι•ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).
-
56 заглушить
-шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -шена, -шеноρ.σ.μ.1. πνίγω, σκεπάζω•оркестр -ил голос певца η ορχήστρα σκέπασε τη φωνή του τραγουδιστή•
ковер -ил звук шагов το χαλί έσβησε τον ήχο των βημάτων.
2. μετριάζω, καταπραΰνω, μαλακώνω, απαλύνω, καθησυχάζω•заглушить боль μαλακώνω τον πόνο.
|| μειώνω, ελαττώνω, ολιγοστεύω.3. εμποδίζω την ανάπτυξη•сорные травы -ли хлеб τα ζιζάνια έπνιξαν το σιτάρι.
4. μτφ. καταστέλλω, καταπνίγω.5. σταματώ•заглушить мотор σβήνω το μοτέρ•
заглушить уголь σβήνω τα κάρβουνα.
σκεπάζομαι, σβήνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
57 замирить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замиренный, -рен, -рена, -реноρ.σ.μ. (απλ. παλ.) ειρηνεύω, πραυνω, καθησυχάζω.(χαρτπ.) ουμφωνώ με την πόστα.1. ειρηνεϋω, κλείνω ειρήνη.2. υποτάσσομαι, ενδίδω, φρονημεύω. -
58 ласкать
ρ.δ. μ.1. χαϊδεύω, θωπεύω.2. μτφ. παλ. ευεργετώ, επικουρώ, έρχομαι αρωγός.εκφρ.ласкать надеждой – τρέφω με ελπίδες (καθησυχάζω).1. χαϊδεύομαι, χαΐδολογιέμαι.2. καλοπιάνω.3. παρηγοριέμαι. -
59 перебесить
-бешу, -бесишьρ.σ.μ.εξοργίζω, παροργίζω όλους ή πολλούς.1. λυσσάζω•собаки -лись τα σκυλιά λύσσαξαν.
2. (για όλους ή πολλούς) εξοργίζομαι άκρως.3. μτφ. (απλ.) καθησυχάζω, ξεθυμώνω, ξεχολιάζω. -
60 поулечься
ρ.σ.1. βλ. улечься (για όλους, πολλούς).2. μτφ. καθησυχάζω, καλμάρω, καταπραΰνω, μαλακώνω.
См. также в других словарях:
καθησυχάζω — καθησυχάζω, καθησύχασα, καθησυχασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθησυχάζω — (Α καθησυχάζω) ηρεμώ, γίνομαι γαλήνιος και ατάραχος, καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε μόλις άκουσε τα νέα» β. «ἐπεὶ δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῡ λέγειν», Πολ.) νεοελλ. κάνω κάποιον να ησυχάσει, καταπραΰνω, μαλακώνω, ξαναδίνω σε κάποιον… … Dictionary of Greek
καθησυχάζω — καθησύχασα, καθησυχασμένος 1. ησυχάζω κάποιον, κάνω κάποιον να βρει την ησυχία του: Ήταν πολύ αναμμένος, αλλά τον καθησύχασα. 2. ηρεμώ, καταπραΰνομαι: Ύστερα απ αυτές τις υποσχέσεις καθησύχασα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθησυχασάντων — καθησυχάζω aor part act masc/neut gen pl καθησυχάζω aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχάζει — καθησυχάζω pres ind mp 2nd sg καθησυχάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχάσομαι — καθησυχάζω aor subj mid 1st sg (epic) καθησυχάζω fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησύχαζε — καθησυχάζω pres imperat act 2nd sg καθησυχάζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχασθέντων — καθησυχάζω aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχάζειν — καθησυχάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχάσαντες — καθησυχάζω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχάσαντος — καθησυχάζω aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)