-
1 καθημερ(ι)νή
η будний, рабочий день;οι καθημερ(ι)νές — будни
-
2 καθημερ(ι)νή
η будний, рабочий день;οι καθημερ(ι)νές — будни
-
3 καθημερ(ι)νός
η, ό[ν]1) ежедневный;καθημερ(ι)νή εφημερίδα — ежедневная газета;
2) повседневный, будничный;τα καθημερ(ι)νά — будничное платье;
§
βγάζω το καθημερ(ι)νό μου — зарабатывать себе на хлеб -
4 καθημερ(ι)νός
η, ό[ν]1) ежедневный;καθημερ(ι)νή εφημερίδα — ежедневная газета;
2) повседневный, будничный;τα καθημερ(ι)νά — будничное платье;
§
βγάζω το καθημερ(ι)νό μου — зарабатывать себе на хлеб -
5 καθημέραν
καθημέρ(ι)νά επίρρ. каждый день, ежедневно1 -
6 καθημερεία
καθημερ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθημερεία
-
7 καθημέριος
A day by day, daily ([etym.] καθ' ἡμέραν), neut. as Adv., E.Ph. 229 (lyr.); μοῖρα κ. S.El. 1414(dub., lyr.):—later also [full] καθημερινός, ή, όν, δίαιτα LXXJu.12.15
, cf. Plu.2.141b, al.;διακονία Act.Ap.6.1
;γυμνασία Ael.Tact.3.1
, Plu.Lyc.10, Ath.1.10c; of fevers, quotidian, later word for ἀμφημερινός (q.v.), esp. of non-remittent quotidians, Gal.7.354, 17(1).221;ῥῖγος PTeb.275.21
(iii A.D.);φρίξ POxy.924.3
(iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθημέριος
-
8 καθημερίσια
καθημερ-ίσια, τά,A daily wages, IG12.373.245.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθημερίσια
См. также в других словарях:
PAEAN — hymnus in laudem Apollinis, sicut Dithyrambus in laudem Bacchi, qui teste Polluce, post victoriam, nonnumquam etiam avertendorum malorum causa cani solebat. Καταχρηςτικῶς autem, pro omni Deorum laude, ponitur. Unde opous suum Pindarus, de Deorum… … Hofmann J. Lexicon universale