Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καθεύδων

См. также в других словарях:

  • καθεύδων — καθεύδω lie down to sleep pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικοιμώμαι — ἐπικοιμῶμαι, άομαι (Α) [κοιμώμαι] 1. κοιμάμαι μετά από κάτι 2. (απολ.) πέφτω σε ύπνο, αποκοιμιέμαι («ἀλλά μοι δοκεῑς... οὐ καθεύδων ἐπικεκοιμῆσθαι», Πλάτ.) 3. (για πρόσ.) στον ύπνο συμπιέζω κάποιον («καὶ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς ταύτην τὴν… …   Dictionary of Greek

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

  • ρέγχω — ῥέγχω ΝΜΑ, και ῥέγκω ΜΑ ροχαλίζω (α. «εἰς τὴν κοίλην τοῡ πλοίου καὶ ἐκάθενδε καὶ ἔρρεγχε», ΠΔ β. «καὶ ῥέγχει καθεύδων», Αριστοτ.) μσν. αρχ. μτφ. (για την ψυχή) κοιμάμαι βαριά, βρίσκομαι σε κατάσταση αναισθησίας και αδιαφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ՔՆԷԱԾ — (ի, ից, կամ աց.) NBH 2 1008 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c ա. ὐπνώδης somnolentus καθεύδων dormitans. Քնած. քնեայ. քնասէր. ծոյլ. քնոտ, քնափ, մրափօղ. թմրած. *Զգեցցի պատառատունս ամենայն քնէած. Առակ. ՟Ի՟Գ. 21: *Դռնապան քնէած: Սոքա… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»