-
1 καθειργνυμι
ион. κᾰτείργνῡμι (impf. κᾰθείργνυν, fut. καθείρξω, aor. καθεῖρξα; part. pf. pass. καθειργμένος)1) запирать, заключать(τινά συφεοῖσιν Hom. - in tmesi; ἐν τῷ σταυρώματι Xen.; ἐς λοφεῖον Arph.; εἰς τὸν περίβολον Plat.; ἐν τῇ πόλει τινάς Dem.; εἰς τέν σκηνήν τινα Plut.)
οἱ ἐπὴ θανάτῳ καθειργνύμενοι Plut. — осужденные на смерть узники;κ. ἑαυτὸν εἰς τέν κακίαν Plut. — целиком предаться пороку2) вводить в надлежащие рамки, ограничивать(τέν μακρολογίαν Plat.)
-
2 καθείργνυμι
A (troch.), etc.:—shut in, confine, usu. of animals or persons,κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.10.238
;οὗ καθεῖρξ' ἡμᾶς E.Ba.
l.c.;τὸν πατέρα.. ἔνδον καθείρξας Ar.V.70
, cf. Cratin.72, Lys. Fr.75.4, Pl.Tht. 197e; κηρίνοις πλάσμασι κ. ib. 200c;ἐν τῷ σταυρώματι X.HG3.2.3
;ἐν οἰκίσκῳ D.18.97
.2 rarely of things,καθεῖρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις Anan.3
;τὴν σελήνην.. ἐς λοφεῖον Ar.Nu. 751
; τὴν μακρολογίαν κ. confine it within bounds, Pl.Grg. 461d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθείργνυμι
-
3 καθείργνῡμι
καθ-είργνῡμι, einschließen, einsperren -
4 εγκαθειργνυμι
досл. держать взаперти, перен. замыкать, держать в связанном состоянии(ἥ ἀναθυμίασις ἐγκαθειργνυμένη τοῖς ὑγροῖς Plut.)
-
5 κατείργω
Aκατέϝοργον Inscr.Cypr.135.1
H.:—also [suff] κατειλ-έργνυμι (v. infr.), [dialect] Att. also [full] καθείργω, [full] καθείργνυμι (q.v.): [tense] fut. - είρξω, [dialect] Ion. - έρξω:—drive into, shut in, ; κατεργνῦσι [αὐτοὺς] ἐς μέσα τὰ φρύγανα shut them up into the middle of the fire-wood, Id.4.69: generally, press hard, reduce to straits,κατέργοντες πολλὸν τοὺς Ἀθηναίους Id.6.102
; besiege, πτόλιν Inscr.Cypr.l.c.:—[voice] Pass., to be hemmed in, kept down,ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου Th.1.76
;ὑπ' ἀνάγκης D.H.6.2
; ὅρκοις -ειργόμενοι ib.45; τὸ πολέμῳ καὶ δεινῷ τινι -ειργόμενον what is done under stress of.., Th.4.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατείργω
-
6 ἑργνύω
См. также в других словарях:
καθείργνυμι — (AM) βλ. καθειργνύω … Dictionary of Greek
καθειργνύω — και καθείργω (AM καθείργυμι, Α και καθείργω) κλείνω μέσα, περιορίζω σε κάποιο χώρο, φυλακίζω («τὸν πατέρα... ἔνδον καθείρξας», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σπαν. και για πράγματα) φυλάγω κάτι κλεισμένο («καθεῑρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις») 2. μτφ. περιορίζω («τὴν … Dictionary of Greek
κατείργω — κατείργω, ιων. τ. κατέργω και κατέργνυμι, αττ. τ. καθείργω και καθείργνυμι (Α) 1. κλείνω σε κάποιο μέρος, κλείνω μέσα («κατεργνῡσι ἐς μέσα τὰ φρύγανα», Ηρόδ.) 2. μτφ. περιστέλλω, περιορίζω («ἡ... κατείργουσα τῶν ἀνδρῶν τὴν φιλαρχίαν», Πλούτ.) 3.… … Dictionary of Greek
συγκαθείργνυμι — και συγκαθείργω Α 1. κλείνω κάποιον κάπου μαζί με άλλους («εἰς ἔρημον οἰκίαν συγκαθειργμένη», Αισχίν.) 2. μτφ. κάνω κάποιον να παντρευτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθείργνυμι / καθείργω «κλείνω, φυλακίζω»] … Dictionary of Greek