-
1 καθειργνυμι
ион. κᾰτείργνῡμι (impf. κᾰθείργνυν, fut. καθείρξω, aor. καθεῖρξα; part. pf. pass. καθειργμένος)1) запирать, заключать(τινά συφεοῖσιν Hom. - in tmesi; ἐν τῷ σταυρώματι Xen.; ἐς λοφεῖον Arph.; εἰς τὸν περίβολον Plat.; ἐν τῇ πόλει τινάς Dem.; εἰς τέν σκηνήν τινα Plut.)
οἱ ἐπὴ θανάτῳ καθειργνύμενοι Plut. — осужденные на смерть узники;κ. ἑαυτὸν εἰς τέν κακίαν Plut. — целиком предаться пороку2) вводить в надлежащие рамки, ограничивать(τέν μακρολογίαν Plat.)
-
2 εγκαθειργνυμι
досл. держать взаперти, перен. замыкать, держать в связанном состоянии(ἥ ἀναθυμίασις ἐγκαθειργνυμένη τοῖς ὑγροῖς Plut.)
См. также в других словарях:
καθείργνυμι — (AM) βλ. καθειργνύω … Dictionary of Greek
καθειργνύω — και καθείργω (AM καθείργυμι, Α και καθείργω) κλείνω μέσα, περιορίζω σε κάποιο χώρο, φυλακίζω («τὸν πατέρα... ἔνδον καθείρξας», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σπαν. και για πράγματα) φυλάγω κάτι κλεισμένο («καθεῑρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις») 2. μτφ. περιορίζω («τὴν … Dictionary of Greek
κατείργω — κατείργω, ιων. τ. κατέργω και κατέργνυμι, αττ. τ. καθείργω και καθείργνυμι (Α) 1. κλείνω σε κάποιο μέρος, κλείνω μέσα («κατεργνῡσι ἐς μέσα τὰ φρύγανα», Ηρόδ.) 2. μτφ. περιστέλλω, περιορίζω («ἡ... κατείργουσα τῶν ἀνδρῶν τὴν φιλαρχίαν», Πλούτ.) 3.… … Dictionary of Greek
συγκαθείργνυμι — και συγκαθείργω Α 1. κλείνω κάποιον κάπου μαζί με άλλους («εἰς ἔρημον οἰκίαν συγκαθειργμένη», Αισχίν.) 2. μτφ. κάνω κάποιον να παντρευτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθείργνυμι / καθείργω «κλείνω, φυλακίζω»] … Dictionary of Greek