-
1 καθείατο
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθείατο
-
2 καθείατο
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθείατο
-
3 καθείατο
κάθημαιto be seated: plup ind mid 3rd plκαθίημιlet fall: plup ind mp 3rd pl (epic ionic)καταέννυμιclothe: plup ind pass 3rd pl (epic)καταέννυμιclothe: plup ind pass 3rd pl (epic ionic) -
4 κάθημαι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κάθημαι
См. также в других словарях:
καθείατο — κάθημαι to be seated plup ind mid 3rd pl καθίημι let fall plup ind mp 3rd pl (epic ionic) καταέννυμι clothe plup ind pass 3rd pl (epic) καταέννυμι clothe plup ind pass 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητιώ — μητιῶ, άω (Α) [μήτις (Ι)] 1. μελετώ, διαβουλεύομαι, σκέπτομαι («καθείατο μητιόωντες βουλάς», Ομ. Ιλ.) 2. σχεδιάζω, μηχανεύομαι, επινοώ («νόστον Ὀδυσσῆι... μητιόωσα», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek