-
61 отрапортовать
-туго, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отрапортованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.αναφέρω, δίνω αναφορά•он вытянулся и -ал αυτός τεντώθηκε καλά και έδοσε αναφορά.
|| μτφ. προφέρω, απαντώ ζωηρά και καθαρά (όπως στην αναφορά). -
62 отчёркивать
-
63 отчётливо
επιρ. σαφώς, καθαρά, κλπ. επ. -
64 перебелить
-елга, -елишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебеленный, βρ: -лен, -лени, -леноρ.σ.μ.1. ξανασπρίζω, ξανασβεστώνω.2. ασπρίζω, ασβεστώνω όλα ή πολλά.3. αντιγράφω καθαρά.4. κακοασπρίζω, κακοασβεστώνω. -
65 переодеть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переодетый, βρ: -дет, -а, -оρ.σ.μ. αλλάζω τα ενδύματα• φορώ, ντύνω άλλα ρούχα•переодеть больного в чистое бель φορώ στον άρρωστο καθαρά εσώρουχα•
переодеть ребнка αλλάζω το βρέφος•
переодеть платье αλλάζω το φόρεμα.
|| μεταμφιέζω, κάνω αγνώριστον.ντύνομαι με άλλα ρούχα, αλλάζω•переодеть в чистое платье φορώ καθα-ρώ φόρεμα.
|| μεταμφιέζομαι•переодеть женщиной μεταμφιέζομαι σε γυναίκα.
-
66 письмо
-а, πλθ. письма-сем, -сьмам ουδ.1. γραφή, γράψιμο•искусство -а η τέχνη της γραφής•
различные способы -а διάφοροι τρόποι γραφής•
готическое письмо γοτθική γραφή•
арабское письмо αραβική γραφή.
|| γράμματα, χαρακτήρας•чткое письмо ευανάγνωστα (καθαρά) γράμματα•
крупное письмо μεγάλα γράμματα•
неразборчивое письмо δυσανάγνωστα γράμματα.
2. επιστολή•заказное письмо συστημένο γράμμα•
закрытое письмо κλειστό γράμμα•
открытое письмо ανοιχτό γράμμα.
|| απόδειξη γραπτή•замное — χρεωστική απόδειξη.
3. λογοτεχνικό στυλ (ύφος). -
67 почище
επίρ.καθαρότερα, πιο καθαρά. -
68 правда
-ы θ.1. αλήθεια•он всега говорит -у αυτός πάντοτε λέει την αλήθεια•
сущая правда πραγματική αλήθεια•
правда глаза колет παρμ. η αλήθεια είναι πικρή.
|| η σωστότητα (απόψεων κ.τ.τ.). || πραγματικότητα. || βλ. правота.2. δίκαιο, δικαιοσύνη•искать -у αναζητώ (γυρεύω) την αλήθεια.
3. παλ. κώδικας, θεσμολόγιο.4. ω? κατηγ. είναι αλήθεια, σωστό, δίκαιο.5. παρνθ. λ. πραγματικά, αλήθεια. || ερωτηματικό αλήθεια; είναι δυνατόν,• не правда ли? δεν είναι αλήθεια;εκφρ.всеми -ами и неправдами – με όλα τα μέσα (θεμιτά και αθέμιτα)по -е говоря ή -у говоря ή сказать – (παρενθετικό) για να είμαι αληθής•по -е – τίμια, σωστά•правда-матка – αλήθεια πραγματική•- у-матку резать – (απλ.) ανοιχτά, καθαρά, σταράτα ειλικρινά•смотреть (глядеть) -е в глаза ή в лицо – αντικρίζω (εκτιμώ) την αλήθεια θαρρετά, ατάραχα, νηφάλια•что правда, то правда – η αλήθεια να λέγεται. -
69 расслышать
-шу, -шишьρ.σ.μ. ακούω καλά, καθαρά. -
70 характеризовать
-зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. характеризованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.μ.1. χαρακτηρίζω, περιγράφω, εκθέτω αναλυτικά•докладчик правильно -ал положение ο εισηγητής σωστά περιέγραψε την κατάσταση.
2. δίνω το χαρακτηριστικό γνώρισμα•это поступок ярко его -зует αυτή η πράξη τον χαρακτηρίζει καθαρά.
χαρακτηρίζομαι. -
71 чётко
επίρ.ευκρινώς, καθαρά κλπ. επ. -
72 чистый
επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•-ое помещение καθαρός χώρος•
чистый воздух καθαρός αέρας•
-ая рубашка καθαρό πουκάμισο•
-ые руки καθαρά χέρια.
2. γιορτινός, επίσημος.3. που δε λερώνει•-ая работа καθαρή δουλειά.
4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•-ая работа επιμελημένη εργασία.
|| τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.
7. αμιγής, γνήσιος•-ое золото καθαρό χρυσάφι•
чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•
-ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.
|| διαφανής• διαυγής•-ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.
|| (για ζώα) καθαρόαιμος•-ая порода καθαρή ράτσα•
8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•чистый голос καθαρή φωνή.
|| ευκατάληπτος, εύληπτος•-ое произношение καθαρή προφορά.
9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•-ая душа καθαρή ψυχή•
-ая любовь αγνή αγάπη.
|| παρθενικός, αθώος•-ая девочка αγνό κορίτσι.
10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•-ым путм με την έντιμη οδό.
|| νέτος• καθαρός•чистый вес καθαρό βάρος•
-ая прибыль καθαρό κέρδος•
чистый доход καθαρό έσοδο.
|| ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.
11. πλήρης, παντελής•чистый вздор καθαρή ανοησία.
12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.
13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•-ая наука καθαρή επιστήμη•
εκφρ.- ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•- ая отставка – παλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα. -
73 ясно
επίρ.καθαρά, σαφώς ευκρινώς κλπ. επ.
См. также в других словарях:
καθαρά — καθαρός physically clean neut nom/voc/acc pl καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc/acc dual καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρά — επίρρ. βλ. καθαρός … Dictionary of Greek
καθαρᾷ — καθαρός physically clean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καθαρά Δευτέρα — Βλ. λ. Καρναβάλι … Dictionary of Greek
Πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς. — См. Чистому все чисто … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καθαρᾶι — καθαρᾷ , καθαρός physically clean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαράν — καθαρά̱ν , καθαρός physically clean fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαράς — καθαρά̱ς , καθαρός physically clean fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek