-
1 кавалер
кавалер м 1) (в танцах) о καβαλιέρης 2) (ордена) о ιππότης* * *м1) ( в танцах) ο καβαλιέρης2) ( ордена) ο ιππότης
См. также в других словарях:
καβαλιέρης — καβαλιέρης, ὁ (Μ) ιππέας ακόλουθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβάλα + κατάλ. ιέρης*] … Dictionary of Greek