-
1 ιππότης
[иппотис] ουσ. а. (ют.) рыцарь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιππότης
-
2 кавалер
кавалер 1-а α. καβαλιέρος, συνοδός γυναίκας. || συγχορευτής. || νέος για παντρειά. || θαυμαστής, λάτρης, εραστής.кавалер 2-а α. ιππότης• τιμημένος με παράσημο• — золотой звезды ιππότης χρυσού αστεριού•кавалер ордена Почётного Легиона ιππότης (παρασήματος) της Λεγεώνας της Τιμής.
εκφρ.георгиевский кавалер – στρατιωτικός βραβευμένος με το σταυρό του αγίου Γεωργίου (προεπαναστατικά). -
3 кавалер
кавалер м 1) (в танцах) о καβαλιέρης 2) (ордена) о ιππότης* * *м1) ( в танцах) ο καβαλιέρης2) ( ордена) ο ιππότης -
4 кавалер
кавалерм1. ὁ καβαλιέρος·2. (какого-л. ордена) ὁ ἱππότης, ὁ ταξιάρχης:\кавалер ордена Отечественной войны ὁ ιππότης τοῦ Πατριωτικού πολέμου. -
5 рыцарь
рыца||рьм прям., перен ὁ ἰππότης:странствующий \рыцарьрь ὁ περιπλανώμενος ἰππότης. -
6 рыцарь
-
7 странствующий
стра́нств||ующий1. прич. отстра́н-ствовать·2. прил πλανόδιος, περιπλανώμενος:\странствующийующий музыкант ὁ πλανόδιος μουσικός· \странствующийующий рыцарь лит. ὁ περιπλανώμενος (или ὁ πλανόδιος) ἱππότης. -
8 рыцарь
[ρύτσαρ'] ουσ. α. ιππότης -
9 рыцарь
[ρύτσαρ'] ουσ α ιππότης -
10 вздеть
-ену, -енешь, προστκ. -ень ρ.σ.μ.1. παλ. ανασηκώνω, ανορθώνω, ανυψώνω•глаза на потолок σηκώνω τα μάτια προς το νταβάνι, κοιτάζω το νταβάνι.
2. παλ. ντΰνω•рыцарь -ел латы ο ιππότης φόρεσε την πανοπλία.
-
11 командор
-а α.1. παλ. ιππότης με πρόσοδο.2. (αθλτ.) πρόεδρος ιστ ιοπλοίκής οργάνωσης. || καθοδηγητής αγώνων (σκι., ιπποδρομιών, αυκινήτοδρομιών). -
12 паладин
-а α.ιππότης σωματοφύλακας του Κάρολου του Μεγάλου. -
13 тамплиер
-а α. παλ.ναΐτης, ιππότης ιερού τάγματος. -
14 тевтонец
-нца α. ιππότης τευτονικού τάγματος.
См. также в других словарях:
Ἱππότης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππότης — driver masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππότης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους ηγεμόνες της δεύτερης εισβολής των Ηρακλειδών, γιος του Φίλαντα και δισέγγονος του Ηρακλή. Σκότωσε στη Ναύπακτο τη μάντισσα Κάρνο και με υπόδειξη του Απόλλωνα καταδικάστηκε σε εξορία. Τον θεωρούσαν… … Dictionary of Greek
ιππότης — ο 1. τιμητικός τίτλος που αποκτούσαν οι ευγενείς στο μεσαίωνα έπειτα από κατάλληλη αγωγή. 2. αυτός που τιμήθηκε με ειδικό παράσημο: Ιππότης του Σωτήρος. 3. τιμητικός τίτλος που δίνεται από το βασιλιά του Hνωμένου Bασιλείου σε άτομα που έχουν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱππότα — ἱππότης driver masc nom sg (epic) ἱππότᾱ , ἱππότης driver masc nom/voc/acc dual ἱππότης driver masc voc sg ἱππότᾱ , ἱππότης driver masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππόται — ἱππότης driver masc nom/voc pl ἱππότᾱͅ , ἱππότης driver masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἵπποτα — Ἱππότης masc voc sg Ἱππότης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποτᾶν — Ἱππότης masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτᾶν — ἱππότης driver masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποτῶν — Ἱππότης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτῶν — ἱππότης driver masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)