Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ιππότης

См. также в других словарях:

  • Ἱππότης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππότης — driver masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππότης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους ηγεμόνες της δεύτερης εισβολής των Ηρακλειδών, γιος του Φίλαντα και δισέγγονος του Ηρακλή. Σκότωσε στη Ναύπακτο τη μάντισσα Κάρνο και με υπόδειξη του Απόλλωνα καταδικάστηκε σε εξορία. Τον θεωρούσαν… …   Dictionary of Greek

  • ιππότης — ο 1. τιμητικός τίτλος που αποκτούσαν οι ευγενείς στο μεσαίωνα έπειτα από κατάλληλη αγωγή. 2. αυτός που τιμήθηκε με ειδικό παράσημο: Ιππότης του Σωτήρος. 3. τιμητικός τίτλος που δίνεται από το βασιλιά του Hνωμένου Bασιλείου σε άτομα που έχουν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱππότα — ἱππότης driver masc nom sg (epic) ἱππότᾱ , ἱππότης driver masc nom/voc/acc dual ἱππότης driver masc voc sg ἱππότᾱ , ἱππότης driver masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππόται — ἱππότης driver masc nom/voc pl ἱππότᾱͅ , ἱππότης driver masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἵπποτα — Ἱππότης masc voc sg Ἱππότης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποτᾶν — Ἱππότης masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτᾶν — ἱππότης driver masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποτῶν — Ἱππότης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτῶν — ἱππότης driver masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»