Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καίριος

См. также в других словарях:

  • καίριος — in masc nom sg καίριος in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καίριος — α, ο (AM καίριος, ία, ον) [καιρός] 1. αυτός που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή, επίκαιρος, εύστοχος, αποτελεσματικός («καίρια επέμβαση») 2. (για πληγή) επικίνδυνος, θανατηφόρος, θανάσιμος 3. το ουδ. ως ουσ. το καίριο(ν) μέρος ή όργανο τού σώματος… …   Dictionary of Greek

  • καίριος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή: Το ύψωμα καταλήφτηκε με καίρια επέμβαση του στρατού. 2. επικίνδυνος, θανατηφόρος: Δέχτηκε ένα καίριο χτύπημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καιριώτερον — καίριος in adverbial comp καίριος in masc acc comp sg καίριος in neut nom/voc/acc comp sg καίριος in masc acc comp sg καίριος in neut nom/voc/acc comp sg καίριος in adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιριωτάτων — καίριος in fem gen superl pl καίριος in masc/neut gen superl pl καίριος in fem gen superl pl καίριος in masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιριωτέρων — καίριος in fem gen comp pl καίριος in masc/neut gen comp pl καίριος in fem gen comp pl καίριος in masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιριώτατα — καίριος in adverbial superl καίριος in neut nom/voc/acc superl pl καίριος in adverbial superl καίριος in neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιριώτατον — καίριος in masc acc superl sg καίριος in neut nom/voc/acc superl sg καίριος in masc acc superl sg καίριος in neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρίως — καίριος in adverbial καίριος in masc acc pl (doric) καίριος in adverbial καίριος in masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καίριον — καίριος in masc acc sg καίριος in neut nom/voc/acc sg καίριος in masc/fem acc sg καίριος in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρίων — καίριος in fem gen pl καίριος in masc/neut gen pl καίριος in masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»