Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κίκκᾰβος

См. также в других словарях:

  • κίκκαβος — κίκκαβος, ὁ (Α) 1. ονομασία μικρού νομίσματος πολύ μικρής αξίας, το οποίο χρησιμοποιούσαν στον Άδη, κατά τον Πολυκράτη 2. κίμβιξ*, φιλάργυρος («κίμβικας καί κικκάβους τοὺς αἰσχρούς», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική γλωσσοπλασία τού Φερεκράτη από τη λ.… …   Dictionary of Greek

  • κίκκαβος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κικκάβους — κίκκαβος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κικκάβινος — κικκάβινος, ίνη, ον (Α) [κίκκαβος] αυτός που αξίζει όσο ένας κίκκαβος*, ευτελής, ασήμαντος, μηδαμινός …   Dictionary of Greek

  • κικκάβιν — και κικκάβιον (Α) [κίκκαβος] (κατά τον Ησύχ.) «ἐλάχιστον, οὐδέν» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»