-
1 κήλειος
κήλειος, ion. = κήλεος, πῦρ, Il. 15, 744.
-
2 κήλεος
κήλεος (καίω), brennend, flammend; τρίποδ' ἵστασαν ἐν πυρὶ κηλέῳ Il. 18, 346; νῆας ἐνέπρησε πυρὶ κηλέῳ 22, 374; ähnl. Hes. Th. 865; in welchen Fällen überall κηλέῳ zweisylbig zu lesen ist. – Vgl. κήλειος.
См. также в других словарях:
κήλειος — κήλεος burning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήλεος — κήλεος, ον στον Ομ. και κήλειος, ον (Α) φρ. «πυρί κηλέῳ» ή «πυρί κηλείῳ» με λαμπερή αναμμένη φωτιά («τάχα νήας ἐνιπρήσει πυρί κηλέῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κήλ εος πιθ. < καυαλέος, με συναίρεση και αναβιβασμό τού τόνου. Ο τ … Dictionary of Greek